ὀκτάκνημος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀκτάκνημος]], -ον (Α)<br />(για τροχό) αυτός που έχει [[οκτώ]] ακτίνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>κνημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κνήμη]]), <b>πρβλ.</b> <i>τετρά</i>-<i>κνημος</i>].
|mltxt=[[ὀκτάκνημος]], -ον (Α)<br />(για τροχό) αυτός που έχει [[οκτώ]] ακτίνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>κνημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κνήμη]]), [[πρβλ]]. [[τετράκνημος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:10, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτάκνημος Medium diacritics: ὀκτάκνημος Low diacritics: οκτάκνημος Capitals: ΟΚΤΑΚΝΗΜΟΣ
Transliteration A: oktáknēmos Transliteration B: oktaknēmos Transliteration C: oktaknimos Beta Code: o)kta/knhmos

English (LSJ)

ον, (κνήμη II) eight-spoked, κύκλα Il.5.723.

German (Pape)

[Seite 317] achtspeichig, κύκλα, Il. 5, 723.

Russian (Dvoretsky)

ὀκτάκνημος: имеющий восемь спиц (κύκλα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτάκνημος: -ον, (κνήμη ΙΙ) ἐπὶ τροχοῦ, ὁ ἔχων ὀκτὼ κνήμας, κύκλα Ἰλ. Ε. 723· «ὀκτάκνημα, ὀκτάραβδα, ὀκτακέρκιδα· κνῆμαι γὰρ εἰσιν αἱ ἐντὸς τῶν τροχῶν ῥάβδοι ἐμπεπηγμέναι πρὸς τῇ χοίνικι» Ἐτυμ. Μέγ. 621, 16.

English (Autenrieth)

(κρήμη): eight-spoked, of wheels, Il. 5.723†. (See cut, from a painting on a Panathenaic amphora found at Volsci.)

Greek Monolingual

ὀκτάκνημος, -ον (Α)
(για τροχό) αυτός που έχει οκτώ ακτίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -κνημος (< κνήμη), πρβλ. τετράκνημος].

Greek Monotonic

ὀκτάκνημος: -ον (κνήμη), αυτός που έχει οκτώ κνήμες, λέγεται για τροχούς, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ὀκτά-κνημος, ον, κνήμη
eight-spoked, Il.