ὀλίγαιμος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ολιγόαιμος]], -η, -ο (Α [[ὀλίγαιμος]] και [[ὀλιγόαιμος]], -ον)<br />αυτός που πάσχει από [[ολιγαιμία]], αυτός που παρουσιάζει ποσοτική [[ανεπάρκεια]] αίματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>αιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αἷμα]]), | |mltxt=και [[ολιγόαιμος]], -η, -ο (Α [[ὀλίγαιμος]] και [[ὀλιγόαιμος]], -ον)<br />αυτός που πάσχει από [[ολιγαιμία]], αυτός που παρουσιάζει ποσοτική [[ανεπάρκεια]] αίματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>αιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αἷμα]]), [[πρβλ]]. [[πολύαιμος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, oligaemic, oligemic, scant of blood, Hp. Oss.13, Arist.PA651b9, al.; ὀλιγαιμότατον ὁ χαμαιλέων ib.692a21.
German (Pape)
[Seite 319] mit wenigem Blute; Hippocr.; Arist. part. an. 2, 5.
Russian (Dvoretsky)
ὀλίγαιμος: (ῐγ) малокровный (ὁ χαμαιλέων Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀλίγαιμος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγον αἷμα, Ἱππ. 278. 1, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 5, 6, κ. ἀλλ.· ὀλιγαιμότατον ὁ χαμαιλέων αὐτόθι 4. 11, 21.
Greek Monolingual
και ολιγόαιμος, -η, -ο (Α ὀλίγαιμος και ὀλιγόαιμος, -ον)
αυτός που πάσχει από ολιγαιμία, αυτός που παρουσιάζει ποσοτική ανεπάρκεια αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -αιμος (< αἷμα), πρβλ. πολύαιμος].