ὀπήεις: Difference between revisions
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
m (Text replacement - "Oeffnung" to "Öffnung") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀπήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που έχει οπή, [[τρύπιος]] («[[δίφρος]] [[ὀπήεις]]», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀπή</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>όεις</i>), | |mltxt=[[ὀπήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που έχει οπή, [[τρύπιος]] («[[δίφρος]] [[ὀπήεις]]», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀπή</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>όεις</i>), [[πρβλ]]. [[τολμήεις]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 10 May 2023
English (LSJ)
εσσα, εν, (ὀπή) with a hole, δίφρος ὀ., i. e. an obstetric chair, Hp.Mul.2.114.
German (Pape)
[Seite 356] εσσα, εν, mit einer Öffnung, einem Loche, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπήεις: εσσα, εν, (ὀπή) ὁ ἔχων ὀπή, δίφρος ὀπ., δηλ. κάθισμα μετὰ ὀπῆς πρὸς ἀποπάτησιν, Ἱππ. 640. 15.
Greek Monolingual
ὀπήεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που έχει οπή, τρύπιος («δίφρος ὀπήεις», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπή + κατάλ. -ήεις (βλ. λ. -όεις), πρβλ. τολμήεις].