ὑπερούσιος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperoysios
|Transliteration C=yperoysios
|Beta Code=u(perou/sios
|Beta Code=u(perou/sios
|Definition=ον, [[above Being]], <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>1.8b</span>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>115</span>, <span class="title">Theol. Plat.</span>3.21, <span class="bibl">Syrian. <span class="title">in Metaph.</span>5.34</span>. Adv. -ίως <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>118</span>,<span class="bibl">145</span>, <span class="bibl">Eustr.<span class="title">in EN</span>40.7</span>.
|Definition=ον, [[above being]], Them.''Or.''1.8b, Procl.''Inst.''115, ''Theol. Plat.''3.21, Syrian. ''in Metaph.''5.34. Adv. [[ὑπερουσίως]] = in a manner above being]] Procl.''Inst.''118,145, Eustr.''in EN''40.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1200.png Seite 1200]] übersubstantiell, K. S.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1200.png Seite 1200]] [[übersubstantiell]], K. S.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 12:20, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερούσιος Medium diacritics: ὑπερούσιος Low diacritics: υπερούσιος Capitals: ΥΠΕΡΟΥΣΙΟΣ
Transliteration A: hyperoúsios Transliteration B: hyperousios Transliteration C: yperoysios Beta Code: u(perou/sios

English (LSJ)

ον, above being, Them.Or.1.8b, Procl.Inst.115, Theol. Plat.3.21, Syrian. in Metaph.5.34. Adv. ὑπερουσίως = in a manner above being]] Procl.Inst.118,145, Eustr.in EN40.7.

German (Pape)

[Seite 1200] übersubstantiell, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερούσιος: -ον, ὁ ὑπὲρ τὴν οὐσίαν ὤν, Πρόκλ. Παρμεν. 630 (36)· τῆς ὑπερουσίου καὶ κρυφίας θεότητος Διονύσ. Ἀρεοπ. σ. 375, κλπ. - Ἐπίρρ. -ίως, αὐτόθι. ΙΙ. ὑπερπλούσιος, λίαν πλούσιος, Κ. Πορφυρ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμ. 14, 68.

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπερούσιος, -ον, ΝΜΑ
εκκλ. (ως προσωνυμία του Θεού)
1. αυτός που βρίσκεται πέρα και πάνω από την ύλη, άϋλος
2. (κατ' επέκτ.) απρόσιτος στην ανθρώπινη γνώση («τῆς ὑπερουσίου καὶ κρυφίας θεότητος», Διον. Αρεοπ.)
μσν.
1. πάμπλουτος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπερούσιον
η υπερουσιότητα
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ὑπερούσιος
ἀγαπητός, πεφιλημένος».
επίρρ...
ὑπερουσίως ΜΑ
με υπερούσιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ουσιος (< οὐσία), πρβλ. περιούσιος].