ισόγειος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $1$3, $6$8)")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την [[επιφάνεια]] της γης, αυτός που έχει το ίδιο ύψος με το [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ισόγειο]]<br />όροφος κατοικίας του οποίου το επίπεδο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την [[επιφάνεια]] του εδάφους, ο [[ισόγειος]] όροφος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισογείως</i> και <i>ισόγεια</i><br />στο ίδιο ύψος με το [[έδαφος]], με τη γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γειος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γῆ</i>), [[πρβλ]]. [[λευκό]]-<i>γειος</i>, <i>μελανό</i>-<i>γειος</i>].
|mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την [[επιφάνεια]] της γης, αυτός που έχει το ίδιο ύψος με το [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ισόγειο]]<br />όροφος κατοικίας του οποίου το επίπεδο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την [[επιφάνεια]] του εδάφους, ο [[ισόγειος]] όροφος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισογείως</i> και <i>ισόγεια</i><br />στο ίδιο ύψος με το [[έδαφος]], με τη γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γειος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γῆ</i>), [[πρβλ]]. [[λευκόγειος]], [[μελανόγειος]]).
}}
}}

Revision as of 12:55, 10 May 2023

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια της γης, αυτός που έχει το ίδιο ύψος με το έδαφος
2. το ουδ. ως ουσ. το ισόγειο
όροφος κατοικίας του οποίου το επίπεδο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια του εδάφους, ο ισόγειος όροφος.
επίρρ...
ισογείως και ισόγεια
στο ίδιο ύψος με το έδαφος, με τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -γειος (< γῆ), πρβλ. λευκόγειος, μελανόγειος).