εύτεχνος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
(15)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔτεχνος]], -ον (ΑΜ)<br />(για πράγματα) αυτός που [[είναι]] έντεχνα κατασκευασμένος<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[έμπειρος]] στην [[τέχνη]], [[βαθύς]] [[γνώστης]] της τέχνης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐτέχνως</i> (ΑΜ)<br />επιτήδεια, [[επιδέξια]], με [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[κακό]]-<i>τεχνος</i>, <i>φιλό</i>-<i>τεχνος</i>].
|mltxt=[[εὔτεχνος]], -ον (ΑΜ)<br />(για πράγματα) αυτός που [[είναι]] έντεχνα κατασκευασμένος<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[έμπειρος]] στην [[τέχνη]], [[βαθύς]] [[γνώστης]] της τέχνης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐτέχνως</i> (ΑΜ)<br />επιτήδεια, [[επιδέξια]], με [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. [[κακότεχνος]], [[φιλότεχνος]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 10 May 2023

Greek Monolingual

εὔτεχνος, -ον (ΑΜ)
(για πράγματα) αυτός που είναι έντεχνα κατασκευασμένος
αρχ.
(για πρόσ.) έμπειρος στην τέχνη, βαθύς γνώστης της τέχνης.
επίρρ...
εὐτέχνως (ΑΜ)
επιτήδεια, επιδέξια, με τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακότεχνος, φιλότεχνος].