κύκνοψις: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κύκνοψις]], -εως, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που μοιάζει με κύκνο, που έχει όψη κύκνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οψις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄψις]]), [[πρβλ]]. [[γαλήοψις]], [[λύκοψις]] | |mltxt=[[κύκνοψις]], -εως, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που μοιάζει με κύκνο, που έχει όψη κύκνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οψις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄψις]]), [[πρβλ]]. [[γαλήοψις]], [[λύκοψις]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:20, 10 May 2023
English (LSJ)
εως, ὁ, ἡ, swan-like, AP11.345.
German (Pape)
[Seite 1528] von Schwanenangesicht, Pallad. (XI, 345).
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ, ἡ)
voc. κύκνοψι;
à figure de cygne.
Étymologie: κύκνος, ὄψις.
Russian (Dvoretsky)
κύκνοψις: εως adj. похожий на лебедя Anth.
Greek (Liddell-Scott)
κύκνοψις: -εως, ὁ, ἡ, ὅμοιος κύκνῳ Ἀνθ. Π. 11. 345.
Greek Monolingual
κύκνοψις, -εως, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που μοιάζει με κύκνο, που έχει όψη κύκνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + -οψις (< ὄψις), πρβλ. γαλήοψις, λύκοψις].
Greek Monotonic
κύκνοψις: -εως, ὁ, ἡ, όμοιος με κύκνο, σε Ανθ.
Middle Liddell
κύκν-οψις, εως
swan-like, Anth.