ἐπαινέτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $4")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπαινέτης:''' ου ὁ восхваляющий, восторженный поклонник (Ὁμήρου Thuc., Plat.; φειδοῦς Plut.).
|elrutext='''ἐπαινέτης:''' ου ὁ [[восхваляющий]], [[восторженный поклонник]] (Ὁμήρου Thuc., Plat.; φειδοῦς Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 08:20, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαινέτης Medium diacritics: ἐπαινέτης Low diacritics: επαινέτης Capitals: ΕΠΑΙΝΕΤΗΣ
Transliteration A: epainétēs Transliteration B: epainetēs Transliteration C: epainetis Beta Code: e)paine/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A praiser, commender, Hp.Acut.6, Th.2.41, Pl.R.366e, Timocl. 8.9, etc.:—fem. ἐπαιν-έτις, ιδος, φιλοσοφία -έτις παμβασιλείας Them.Or. 18.219d. II rhapsodist, Pl.Ion536d; cf. ἐπαινέω IV.

German (Pape)

[Seite 895] ὁ, 1) der Lobende, Lobredner, Ὁμήροι Plat. Prot. 309 a; Thuc. 2, 11 u. Folgde. – 2 der Rhapsode, Plat. Ion 536 d. Vgl. ἐπαινέω.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui loue, panégyriste.
Étymologie: ἐπαινέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαινέτης: ου ὁ восхваляющий, восторженный поклонник (Ὁμήρου Thuc., Plat.; φειδοῦς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαινέτης: -ου, ὁ, ὁ ἐπαινῶν τινα ἤ τι, Λατ. laudator, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξέων 384, Θουκ. 2. 41, Πλάτ. Πολ. 366D· Ὁμήρου δεινὸς εἶ ἐπαινέτης Πλάτ. Ἴων 536D· θηλ. ἐπαινέτις, ιδος, Θεμίστ. σ. 219D.

Greek Monolingual

ἐπαινέτης, ο (θηλ. -ις) (AM) επαινώ
1. αυτός που εγκωμιάζει, εξυμνεί, επαινεί κάποιον ή κάτι («ἐπαινέται δικαιοσύνης», Πλάτ.)
2. αυτός που απαγγέλλει ραψωδίες, ραψωδός («θείᾳ μοίρᾳ Όμήρου δεινὸς ἐπαινέτης», Πλάτ.)
3. οπαδός, μαθητής, θιασώτης («τοὺς Εὐσταθίου ἐπαινέτας».).
ἐπαινετής, ο (Μ)
αυτός που επαινεί κάποιον ή κάτι.

Greek Monotonic

ἐπαινέτης: -ου, ὁ, αυτός που επαινεί, κόλακας, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἐπαινέτης, ου, [from ἐπαινέω
a commender, admirer, Thuc.

English (Woodhouse)

praiser

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)