κομμωτής: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κομμωτής:''' οῦ ὁ наводящий красоту, украшатель (τῆς δεσποίνης Luc.; τῆς τραγῳδίας Plut.).
|elrutext='''κομμωτής:''' οῦ ὁ [[наводящий красоту]], [[украшатель]] (τῆς δεσποίνης Luc.; τῆς τραγῳδίας Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:21, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομμωτής Medium diacritics: κομμωτής Low diacritics: κομμωτής Capitals: ΚΟΜΜΩΤΗΣ
Transliteration A: kommōtḗs Transliteration B: kommōtēs Transliteration C: kommotis Beta Code: kommwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, dresser, esp. hairdresser, in plural, Arr.Epict.2.23.14, Them.Or.20.238a; beautifier, embellisher, τινος Luc.Merc.Cond.32: metaph., ὥσπερ γυναικὸς πολυτελοῦς τῆς τραγῳδίας κομμωταί Plu.2.348f: abs., Gal.Thras.35.

German (Pape)

[Seite 1479] ὁ, der Schmückende, Putzende, Schminkende; τῆς τραγῳδίας Plut. de glor. Ath. 6; τῆς δεσποίνης Luc. merc. cond. 32.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui pare avec recherche, qui pomponne ; coiffeur, valet de chambre.
Étymologie: κομμόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κομμωτής -οῦ, ὁ [κομμόω] kamenier; kapper.

Russian (Dvoretsky)

κομμωτής: οῦ ὁ наводящий красоту, украшатель (τῆς δεσποίνης Luc.; τῆς τραγῳδίας Plut.).

Greek Monolingual

ο, θηλ. κομμώτρια (AM κομμωτής θηλ. κομμώτρια) κομμώ (II)]
αυτός που κόβει, χτενίζει και περιποιείται τα μαλλιά
αρχ.
καλλωπιστής (α. «τῷ τῆς δεσποίνης κομμωτῇ», Λουκιαν.
β. «καὶ πῶλοι συνίτωσαν ὥσπερ γυναικὸς πολυτελοῦς τῆς τραγῳδίας κομμωταί», Πλούτ.).

Greek Monotonic

κομμωτής: -οῦ, ὁ, καλλωπιστής, εξωραϊστής, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κομμωτής: -οῦ, ὁ, καλλύνων, καλλωπιστής, τινος Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 32, Πλούτ. 2. 348Ε.

Middle Liddell

κομμωτής, οῦ, [from κομμόω
a beautifier, embellisher, Luc.