Σεμέλη: Difference between revisions
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. Σεμέλα Α<br /><b>μυθ.</b> [[κόρη]] του βασιλιά της Θήβας Κάδμου και της Αρμονίας, [[μητέρα]] του θεού Διονύσου.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. Σεμέλα Α<br /><b>μυθ.</b> [[κόρη]] του βασιλιά της Θήβας Κάδμου και της Αρμονίας, [[μητέρα]] του θεού Διονύσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πρόκειται πιθ. για τ. θρακοφρυγικής προέλευσης που αναφέρεται σε [[θεότητα]] της γης (<b>πρβλ.</b> νεοφρυγ. <i>δεως ζεμελως κε</i> «στους θεούς του ουρανού και της γης, δηλ. στον <i>Δία</i> και τη [[Σεμέλη]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Σεμέλη:''' дор. [[Σεμέλα]] ἡ Семела (дочь Кадма и Гермионы, мать Вакха от Зевса) Pind., Her., Eur. | |elrutext='''Σεμέλη:''' дор. [[Σεμέλα]] ἡ [[Семела]] (дочь Кадма и Гермионы, мать Вакха от Зевса) Pind., Her., Eur. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Latest revision as of 08:35, 11 May 2023
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
Sémélè, mère de Dionysos.
Étymologie: DELG pê déesse thraco-phrygienne de la terre, cf. néo-phryg. ζεμελως « aux dieux de la terre ».
English (Autenrieth)
Semele, daughter of Cad mus and mother of Dionȳsus by Zeus, Il. 14.323 and 325.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. Σεμέλα Α
μυθ. κόρη του βασιλιά της Θήβας Κάδμου και της Αρμονίας, μητέρα του θεού Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πρόκειται πιθ. για τ. θρακοφρυγικής προέλευσης που αναφέρεται σε θεότητα της γης (πρβλ. νεοφρυγ. δεως ζεμελως κε «στους θεούς του ουρανού και της γης, δηλ. στον Δία και τη Σεμέλη)].
Russian (Dvoretsky)
Σεμέλη: дор. Σεμέλα ἡ Семела (дочь Кадма и Гермионы, мать Вакха от Зевса) Pind., Her., Eur.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: daughter of Kadmos, mother of Dionysos (Il.).
Other forms: Dor. -λα
Origin: Thrac., Phryg.
Etymology: To Phryg. ζεμελως in the formula δεως ζεμελως κε (funeral inscr.), which clearly refers to heaven (s. Ζεύς, δῖος) and earth. So prob. a Thrac.-Phryg. goddess (Kretschmer Einl. 241) w. older lit.. Further s. χθών and Διόνυσος.
Frisk Etymology German
Σεμέλη: {Semélē}
Forms: dor. -λα
Grammar: f.
Meaning: Tochter des Kadmos, Mutter des Dionysos von Zeus (seit Il.).
Etymology : Zu phryg. ζεμελως in der Formel δεως ζεμελως κε (Grabinschriften), die sich offenbar auf Himmel (s. Ζεύς, δῖος) und Erde bezieht; somit urspr. eine thrak.-phryg. Erdgöttin (Kretschmer Einl. 241 m. alt. Lit.). Weiteres s. χθών, auch Διόνυσος m. Lit.
Page 2,692