σιδηροπλύτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>πιθ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που πλένει τον σίδηρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλύτης]], [[άλλος]] τ. του [[πλύντης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλύνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἱματιο</i>-[[πλύτης]]].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>πιθ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που πλένει τον σίδηρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλύτης]], [[άλλος]] τ. του [[πλύντης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλύνω]]), [[πρβλ]]. [[ἱματιοπλύτης]]].
}}
}}

Revision as of 14:48, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροπλύτης Medium diacritics: σιδηροπλύτης Low diacritics: σιδηροπλύτης Capitals: ΣΙΔΗΡΟΠΛΥΤΗΣ
Transliteration A: sidēroplýtēs Transliteration B: sidēroplytēs Transliteration C: sidiroplytis Beta Code: sidhroplu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ, one who washes iron, dub. cj. in Hsch. s.v. σάλαγξ.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροπλύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ πλύνων σίδηρον, Ἡσύχ. ἐν λ. σάλαγξ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πιθ. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που πλένει τον σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + πλύτης, άλλος τ. του πλύντης (< πλύνω), πρβλ. ἱματιοπλύτης].