στρατολάτης: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(38)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[στρατολάτισσα]] Ν<br />αυτός που του αρέσει να περπατάει πολύ, [[στρατοκόπος]] («διαβάτες μου, διαβάτες μου, καλοί μου στρατολάτες», δημ. [[τραγούδι]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντί του ορθού <i>στρατ</i>-[[ελάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[στράτα]] <span style="color: red;">+</span> -[[ελάτης]] / -<i>ηλάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ελαύνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πρωτο</i>-[[λάτης]]].
|mltxt=ο, θηλ. [[στρατολάτισσα]] Ν<br />αυτός που του αρέσει να περπατάει πολύ, [[στρατοκόπος]] («διαβάτες μου, διαβάτες μου, καλοί μου στρατολάτες», δημ. [[τραγούδι]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντί του ορθού <i>στρατ</i>-[[ελάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[στράτα]] <span style="color: red;">+</span> -[[ελάτης]] / -<i>ηλάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ελαύνω]]), [[πρβλ]]. [[πρωτολάτης]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 11 May 2023

Greek Monolingual

ο, θηλ. στρατολάτισσα Ν
αυτός που του αρέσει να περπατάει πολύ, στρατοκόπος («διαβάτες μου, διαβάτες μου, καλοί μου στρατολάτες», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί του ορθού στρατ-ελάτης < στράτα + -ελάτης / -ηλάτης (< ελαύνω), πρβλ. πρωτολάτης].