τυροψύκτης: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
(6_19)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''τῡροψύκτης''': -ου, ὁ, [[τόπος]] ἐν ᾧ ξηραίνεται ὁ [[τυρός]], = [[τυροκομεῖον]], ταρσὸς λέγεται καὶ ὁ [[τυροψύκτης]] Μανουὴλ Μοσχόπ. ἐν Λεξικ. Φιλοστράτου, ἴδε Φιλήμονος Λεξικὸν Τεχνολογικὸν § 222 ἐν λ. ταρσοί.
|lstext='''τῡροψύκτης''': -ου, ὁ, [[τόπος]] ἐν ᾧ ξηραίνεται ὁ [[τυρός]], = [[τυροκομεῖον]], ταρσὸς λέγεται καὶ ὁ [[τυροψύκτης]] Μανουὴλ Μοσχόπ. ἐν Λεξικ. Φιλοστράτου, ἴδε Φιλήμονος Λεξικὸν Τεχνολογικὸν § 222 ἐν λ. ταρσοί.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ<br /><b>1.</b> [[μέρος]] όπου ψύχεται και ξηραίνεται το [[τυρί]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[τυροκομείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυρός]] <span style="color: red;">+</span> [[ψύκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ψύχω]]) [[πρβλ]]. [[καταψύκτης]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 11 May 2023

German (Pape)

[Seite 1165] ὁ, Ort zum Trocknen der Käse, übh. = τυροκομεῖον, Philem. lex. p. 90.

Greek (Liddell-Scott)

τῡροψύκτης: -ου, ὁ, τόπος ἐν ᾧ ξηραίνεται ὁ τυρός, = τυροκομεῖον, ταρσὸς λέγεται καὶ ὁ τυροψύκτης Μανουὴλ Μοσχόπ. ἐν Λεξικ. Φιλοστράτου, ἴδε Φιλήμονος Λεξικὸν Τεχνολογικὸν § 222 ἐν λ. ταρσοί.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
1. μέρος όπου ψύχεται και ξηραίνεται το τυρί
2. (γενικά) τυροκομείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + ψύκτης (< ψύχω) πρβλ. καταψύκτης].