υπαίτιος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(43)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπαίτιος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ευθύνεται για μια [[πράξη]] ή για μια [[κατάσταση]], [[υπεύθυνος]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ένοχος]], [[φταίχτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται υπό [[κατηγορία]], [[υπόλογος]]<br /><b>2.</b> αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος («τῆς ψυχῆς ἡ [[ἄλογος]] καὶ παρὰ φύσιν [[κίνησις]] [[ὑπαίτιος]]», Φίλ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑπαίτια ζῴδια» — επιβλαβή [[σημεία]] του ζωδιακού κύκλου <b>(Πτολ.)</b><br />β) «[[ὑπαίτιος]] [[γίγνομαι]] κινδύνῳ» — εκτίθεμαι σε κίνδυνο <b>πάπ.</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπαιτίως</i> Α<br />υπό [[κατηγορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αἴτιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[αἰτία]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀν</i>-[[αίτιος]]].
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπαίτιος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ευθύνεται για μια [[πράξη]] ή για μια [[κατάσταση]], [[υπεύθυνος]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ένοχος]], [[φταίχτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται υπό [[κατηγορία]], [[υπόλογος]]<br /><b>2.</b> αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος («τῆς ψυχῆς ἡ [[ἄλογος]] καὶ παρὰ φύσιν [[κίνησις]] [[ὑπαίτιος]]», Φίλ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑπαίτια ζῴδια» — επιβλαβή [[σημεία]] του ζωδιακού κύκλου <b>(Πτολ.)</b><br />β) «[[ὑπαίτιος]] [[γίγνομαι]] κινδύνῳ» — εκτίθεμαι σε κίνδυνο <b>πάπ.</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπαιτίως</i> Α<br />υπό [[κατηγορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αἴτιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[αἰτία]]), [[πρβλ]]. [[ἀναίτιος]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:51, 11 May 2023

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπαίτιος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που ευθύνεται για μια πράξη ή για μια κατάσταση, υπεύθυνος
2. (κατ' επέκτ.) ένοχος, φταίχτης
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται υπό κατηγορία, υπόλογος
2. αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος («τῆς ψυχῆς ἡ ἄλογος καὶ παρὰ φύσιν κίνησις ὑπαίτιος», Φίλ.)
3. φρ. α) «ὑπαίτια ζῴδια» — επιβλαβή σημεία του ζωδιακού κύκλου (Πτολ.)
β) «ὑπαίτιος γίγνομαι κινδύνῳ» — εκτίθεμαι σε κίνδυνο πάπ..
επίρρ...
ὑπαιτίως Α
υπό κατηγορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + αἴτιος (< αἰτία), πρβλ. ἀναίτιος].