περιστερώνας: Difference between revisions
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
(32) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[περιστερεώνας]] και [[περιστεριώνας]], ο / [[περιστερεών]], -ῶνος ΝΜΑ<br />τεχνητή [[κατοικία]] τών εξημερωμένων περιστεριών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (μόνο στον τ. [[περιστερεών]]) το φαρμακευτικό [[φυτό]] [[ιεροβοτάνη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «περιστερεὼν [[ὕπτιος]]» — το [[φυτό]] [[ιεροβοτάνη]]<br />β) «[[τρίτη]] περιστερεώνων»<br />(στην Αίγυπτο) [[είδος]] φόρου που επιβαλλόταν στα περιστοτροφεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιστερά]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -(<i>ε</i>)<i>ών</i>, -<i>ῶνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καλαμ</i>-[[ε]]<i>ών</i>). Ο νεοελλ. τ. [[περιστεριώνας]] με [[συνίζηση]] ( | |mltxt=και [[περιστερεώνας]] και [[περιστεριώνας]], ο / [[περιστερεών]], -ῶνος ΝΜΑ<br />τεχνητή [[κατοικία]] τών εξημερωμένων περιστεριών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (μόνο στον τ. [[περιστερεών]]) το φαρμακευτικό [[φυτό]] [[ιεροβοτάνη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «περιστερεὼν [[ὕπτιος]]» — το [[φυτό]] [[ιεροβοτάνη]]<br />β) «[[τρίτη]] περιστερεώνων»<br />(στην Αίγυπτο) [[είδος]] φόρου που επιβαλλόταν στα περιστοτροφεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιστερά]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -(<i>ε</i>)<i>ών</i>, -<i>ῶνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καλαμ</i>-[[ε]]<i>ών</i>). Ο νεοελλ. τ. [[περιστεριώνας]] με [[συνίζηση]] ([[πρβλ]]. [[καλαμιώνας]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:57, 11 May 2023
Greek Monolingual
και περιστερεώνας και περιστεριώνας, ο / περιστερεών, -ῶνος ΝΜΑ
τεχνητή κατοικία τών εξημερωμένων περιστεριών
αρχ.
1. (μόνο στον τ. περιστερεών) το φαρμακευτικό φυτό ιεροβοτάνη
2. φρ. α) «περιστερεὼν ὕπτιος» — το φυτό ιεροβοτάνη
β) «τρίτη περιστερεώνων»
(στην Αίγυπτο) είδος φόρου που επιβαλλόταν στα περιστοτροφεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιστερά + επίθημα -(ε)ών, -ῶνος (πρβλ. καλαμ-εών). Ο νεοελλ. τ. περιστεριώνας με συνίζηση (πρβλ. καλαμιώνας)].