πεταχτάρα: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(32)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br />[[ψωμί]] που ζημώθηκε και ψήθηκε βιαστικά, αλλ. πεταχτή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεταχτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πετώ]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρομ</i>-<i>άρα</i>)].
|mltxt=η, Ν<br />[[ψωμί]] που ζημώθηκε και ψήθηκε βιαστικά, αλλ. πεταχτή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεταχτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πετώ]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άρα</i> ([[πρβλ]]. [[τρομάρα]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:00, 11 May 2023

Greek Monolingual

η, Ν
ψωμί που ζημώθηκε και ψήθηκε βιαστικά, αλλ. πεταχτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεταχτός (< πετώ) + κατάλ. -άρα (πρβλ. τρομάρα)].