προσκλητήριο: Difference between revisions

From LSJ

Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn

Menander, Monostichoi, 232
(35)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[έγγραφο]] ή έντυπο [[σημείωμα]] ή [[δελτίο]] με το οποίο γίνεται μια [[πρόσκληση]] (α. «[[προσκλητήριο]] χορού<br />β. «μάς έστειλαν προσκλητήρια για τον γάμο της κόρης τους»)<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> α) [[συγκέντρωση]] στρατιωτικής μονάδας σε [[παράταξη]], με σκοπό τον έλεγχο της παρουσίας τών στρατιωτών («από το [[προσκλητήριο]] έλειπαν [[τρεις]]»)<br />β) το ίδιο το [[σάλπισμα]] ή η [[τυμπανοκρουσία]] με τα οποία καλούνται οι στρατιώτες στην [[παραπάνω]] [[συγκέντρωση]] («σήμανε [[προσκλητήριο]]»)<br /><b>3.</b> (γενικά) [[έλεγχος]] παρουσίας («ο [[προϊστάμενος]] γύρισε στα γραφεία και έκανε [[προσκλητήριο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προσκαλώ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριο</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ειδοποιη</i>-<i>τήριο</i>). Η λ., στον λόγιο τ. <i>προσκλητήριον</i>, μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Λεξικόν Γαλλοελληνικόν καί Ἑλληνογαλλικόν</i> του Σκ. Δ. Βυζαντίου].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[έγγραφο]] ή έντυπο [[σημείωμα]] ή [[δελτίο]] με το οποίο γίνεται μια [[πρόσκληση]] (α. «[[προσκλητήριο]] χορού<br />β. «μάς έστειλαν προσκλητήρια για τον γάμο της κόρης τους»)<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> α) [[συγκέντρωση]] στρατιωτικής μονάδας σε [[παράταξη]], με σκοπό τον έλεγχο της παρουσίας τών στρατιωτών («από το [[προσκλητήριο]] έλειπαν [[τρεις]]»)<br />β) το ίδιο το [[σάλπισμα]] ή η [[τυμπανοκρουσία]] με τα οποία καλούνται οι στρατιώτες στην [[παραπάνω]] [[συγκέντρωση]] («σήμανε [[προσκλητήριο]]»)<br /><b>3.</b> (γενικά) [[έλεγχος]] παρουσίας («ο [[προϊστάμενος]] γύρισε στα γραφεία και έκανε [[προσκλητήριο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προσκαλώ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριο</i> ([[πρβλ]]. [[ειδοποιητήριο]]). Η λ., στον λόγιο τ. <i>προσκλητήριον</i>, μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Λεξικόν Γαλλοελληνικόν καί Ἑλληνογαλλικόν</i> του Σκ. Δ. Βυζαντίου].
}}
}}

Latest revision as of 16:02, 11 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
1. έγγραφο ή έντυπο σημείωμα ή δελτίο με το οποίο γίνεται μια πρόσκληση (α. «προσκλητήριο χορού
β. «μάς έστειλαν προσκλητήρια για τον γάμο της κόρης τους»)
2. στρ. α) συγκέντρωση στρατιωτικής μονάδας σε παράταξη, με σκοπό τον έλεγχο της παρουσίας τών στρατιωτών («από το προσκλητήριο έλειπαν τρεις»)
β) το ίδιο το σάλπισμα ή η τυμπανοκρουσία με τα οποία καλούνται οι στρατιώτες στην παραπάνω συγκέντρωση («σήμανε προσκλητήριο»)
3. (γενικά) έλεγχος παρουσίας («ο προϊστάμενος γύρισε στα γραφεία και έκανε προσκλητήριο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσκαλώ + επίθημα -τήριο (πρβλ. ειδοποιητήριο). Η λ., στον λόγιο τ. προσκλητήριον, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν καί Ἑλληνογαλλικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].