προφυλακτήρας: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
(35)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br /><b>τεχνολ.</b> α) [[εξάρτημα]] του αμαξώματος τών αυτοκινήτων στο πρόσθιο και στο οπίσθιο [[μέρος]] τους, από παραμορφώσιμο [[έλασμα]] μετάλλου ή ενδοτικού πλαστικού, με προορισμό την [[προστασία]] του αμαξώματος από προσκρούσεις οφειλόμενες σε τροχαία συμβάντα μικρής ταχύτητας<br />β) [[σύνολο]] από μεταλλικά ελάσματα ή ξύλινες σανίδες που έχει σκοπό να προφυλάσσει τους εργαζομένους από πιθανά ατυχήματα λόγω της κίνησης τών κινητών [[μερών]] τών μηχανών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προφυλάσσω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τηράς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θερμαν</i>-<i>τήρας</i>). Η λ., στον πληθ. <i>προφυλακτῆρες</i>, μαρτυρείται από το 1891 στην [[εφημερίδα]] <i>Άστυ</i>].
|mltxt=ο, Ν<br /><b>τεχνολ.</b> α) [[εξάρτημα]] του αμαξώματος τών αυτοκινήτων στο πρόσθιο και στο οπίσθιο [[μέρος]] τους, από παραμορφώσιμο [[έλασμα]] μετάλλου ή ενδοτικού πλαστικού, με προορισμό την [[προστασία]] του αμαξώματος από προσκρούσεις οφειλόμενες σε τροχαία συμβάντα μικρής ταχύτητας<br />β) [[σύνολο]] από μεταλλικά ελάσματα ή ξύλινες σανίδες που έχει σκοπό να προφυλάσσει τους εργαζομένους από πιθανά ατυχήματα λόγω της κίνησης τών κινητών [[μερών]] τών μηχανών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προφυλάσσω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τηράς</i> ([[πρβλ]]. [[θερμαντήρας]]). Η λ., στον πληθ. <i>προφυλακτῆρες</i>, μαρτυρείται από το 1891 στην [[εφημερίδα]] <i>Άστυ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 16:10, 11 May 2023

Greek Monolingual

ο, Ν
τεχνολ. α) εξάρτημα του αμαξώματος τών αυτοκινήτων στο πρόσθιο και στο οπίσθιο μέρος τους, από παραμορφώσιμο έλασμα μετάλλου ή ενδοτικού πλαστικού, με προορισμό την προστασία του αμαξώματος από προσκρούσεις οφειλόμενες σε τροχαία συμβάντα μικρής ταχύτητας
β) σύνολο από μεταλλικά ελάσματα ή ξύλινες σανίδες που έχει σκοπό να προφυλάσσει τους εργαζομένους από πιθανά ατυχήματα λόγω της κίνησης τών κινητών μερών τών μηχανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προφυλάσσω + επίθημα -τηράς (πρβλ. θερμαντήρας). Η λ., στον πληθ. προφυλακτῆρες, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ].