σύνηλυς: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-υδος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έρχεται ή πορεύεται [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που συγκεντρώνεται στο ίδιο [[σημείο]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλυς</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>εληθ</i>-, συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ελευθ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[ἐλεύσομαι]], μελλ. του ρ. [[ἐλεύθω]] «[[έρχομαι]]») με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> <i>ἔπ</i>-<i>ηλυς</i>)].
|mltxt=-υδος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έρχεται ή πορεύεται [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που συγκεντρώνεται στο ίδιο [[σημείο]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλυς</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>εληθ</i>-, συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ελευθ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[ἐλεύσομαι]], μελλ. του ρ. [[ἐλεύθω]] «[[έρχομαι]]») με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως ([[πρβλ]]. [[ἔπηλυς]])].
}}
}}

Revision as of 16:25, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνηλῠς Medium diacritics: σύνηλυς Low diacritics: σύνηλυς Capitals: ΣΥΝΗΛΥΣ
Transliteration A: sýnēlys Transliteration B: synēlys Transliteration C: synilys Beta Code: su/nhlus

English (LSJ)

ῠδος, ὁ, ἡ, in plural, convenae, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1023] υδος, ὁ, ἡ, mitgehend, zusammenkommend, Sp., wie Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

σύνηλῠς: ῠδος, ὁ, ἡ, ὁ ἐρχόμενος ὁμοῦ μετά τινος, συνερχόμενος, αὐτὸς ὁμοῦ γνωτοί τε συνήλυδες Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 65, 17, 75. κτλ.˙ πρβλ. σύγκλυς.

Greek Monolingual

-υδος, ὁ, ἡ, ΜΑ
1. αυτός που έρχεται ή πορεύεται μαζί με άλλον
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που συγκεντρώνεται στο ίδιο σημείο με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ηλυς (< θ. εληθ-, συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας ελευθ-, πρβλ. ἐλεύσομαι, μελλ. του ρ. ἐλεύθω «έρχομαι») με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. ἔπηλυς)].