τετράπρακτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413
(41)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και τετράπραχτος, -η, -ο, Ν<br />(για θεατρικό [[έργο]]) αυτός που αποτελείται από [[τέσσερεις]] πράξεις («τετράπρακτη [[κωμωδία]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πράξη]] (<b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>πρακτος</i>)].
|mltxt=και τετράπραχτος, -η, -ο, Ν<br />(για θεατρικό [[έργο]]) αυτός που αποτελείται από [[τέσσερεις]] πράξεις («τετράπρακτη [[κωμωδία]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πράξη]] ([[πρβλ]]. [[μονόπρακτος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:30, 11 May 2023

Greek Monolingual

και τετράπραχτος, -η, -ο, Ν
(για θεατρικό έργο) αυτός που αποτελείται από τέσσερεις πράξεις («τετράπρακτη κωμωδία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πράξη (πρβλ. μονόπρακτος)].