τρίπυργος: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[πόλη]] ή [[περιοχή]]) αυτός που έχει [[τρεις]] πύργους («Ἀρόη [[τρίπυργος]]», Μέγα Ετυμολογικόν).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πύργος]] (<b>πρβλ.</b> <i>τετρά</i>-<i>πυργος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[πόλη]] ή [[περιοχή]]) αυτός που έχει [[τρεις]] πύργους («Ἀρόη [[τρίπυργος]]», Μέγα Ετυμολογικόν).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πύργος]] ([[πρβλ]]. [[τετράπυργος]])].
}}
}}

Revision as of 16:35, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίπυργος Medium diacritics: τρίπυργος Low diacritics: τρίπυργος Capitals: ΤΡΙΠΥΡΓΟΣ
Transliteration A: trípyrgos Transliteration B: tripyrgos Transliteration C: tripyrgos Beta Code: tri/purgos

English (LSJ)

ον, with three towers, Orac.Sib. inEM147.38.

Greek (Liddell-Scott)

τρίπυργος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς πύργους, Ἀρόη τρίπυργος ἔσσετ’ εὐδαίμων Χρησμ. Σιβ. ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 147, 37.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για πόλη ή περιοχή) αυτός που έχει τρεις πύργους («Ἀρόη τρίπυργος», Μέγα Ετυμολογικόν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + πύργος (πρβλ. τετράπυργος)].