υγρόμοθος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που μάχεται [[μέσα]] στο [[νερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγρός]] <span style="color: red;">+</span> [[μόθος]] «[[συμπλοκή]], [[μάχη]]» (<b>πρβλ.</b> <i>θαλασσό</i>-<i>μοθος</i>)].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που μάχεται [[μέσα]] στο [[νερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγρός]] <span style="color: red;">+</span> [[μόθος]] «[[συμπλοκή]], [[μάχη]]» ([[πρβλ]]. [[θαλασσόμοθος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:38, 11 May 2023

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(ποιητ. τ.) αυτός που μάχεται μέσα στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + μόθος «συμπλοκή, μάχη» (πρβλ. θαλασσόμοθος)].