τραχηλιά: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(41) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[τραχηλέα]], ΝΜ, και [[τραχηλιά]] Μ<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> (για [[ένδυμα]]) το [[γύρω]] από τον τράχηλο [[μέρος]] και, [[ιδίως]], το [[άνοιγμα]] του πουκαμίσου που βρίσκεται [[γύρω]] από τον λαιμό<br /> <b>2.</b> (σχετικά με νήπια) [[σαλιάρα]]<br /> <b>3.</b> (σχετικά με υποζύγια) πλατύ [[περιλαίμιο]]<br /> <b>4.</b> [[τεμάχιο]] κρέατος από τον τράχηλο σφαγίου<br /> <b>μσν.</b><br /> επιτραχήλιο, κν. [[πετραχήλι]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράχηλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έα</i> ( | |mltxt=η / [[τραχηλέα]], ΝΜ, και [[τραχηλιά]] Μ<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> (για [[ένδυμα]]) το [[γύρω]] από τον τράχηλο [[μέρος]] και, [[ιδίως]], το [[άνοιγμα]] του πουκαμίσου που βρίσκεται [[γύρω]] από τον λαιμό<br /> <b>2.</b> (σχετικά με νήπια) [[σαλιάρα]]<br /> <b>3.</b> (σχετικά με υποζύγια) πλατύ [[περιλαίμιο]]<br /> <b>4.</b> [[τεμάχιο]] κρέατος από τον τράχηλο σφαγίου<br /> <b>μσν.</b><br /> επιτραχήλιο, κν. [[πετραχήλι]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράχηλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έα</i> ([[πρβλ]]. [[μηλέα]]). Ο τ. [[τραχηλιά]] με [[συνίζηση]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:40, 11 May 2023
Greek Monolingual
η / τραχηλέα, ΝΜ, και τραχηλιά Μ
νεοελλ.
1. (για ένδυμα) το γύρω από τον τράχηλο μέρος και, ιδίως, το άνοιγμα του πουκαμίσου που βρίσκεται γύρω από τον λαιμό
2. (σχετικά με νήπια) σαλιάρα
3. (σχετικά με υποζύγια) πλατύ περιλαίμιο
4. τεμάχιο κρέατος από τον τράχηλο σφαγίου
μσν.
επιτραχήλιο, κν. πετραχήλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -έα (πρβλ. μηλέα). Ο τ. τραχηλιά με συνίζηση].