χελιδόνεως: Difference between revisions
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εω, ἡ, Α<br />[[ποικιλία]] συκιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χελιδών]], -<i>όνος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εως</i> που απαντά και σε άλλες ονομασίες [[φυτών]] ( | |mltxt=-εω, ἡ, Α<br />[[ποικιλία]] συκιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χελιδών]], -<i>όνος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εως</i> που απαντά και σε άλλες ονομασίες [[φυτών]] ([[πρβλ]]. [[κανθάρεως]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:55, 11 May 2023
English (LSJ)
ω, ἡ, tree which bore the figs called χελιδόνια, Anon. (Androt., Phil., or Hegem.) ap.Ath. 3.75d, Choerob. in Theod.1.253 H. (v.l. χελιδώνεως).
Greek (Liddell-Scott)
χελῑδόνεως: -ω, ἡ, τὸ δένδρον τὸ παράγον τὰ σῦκα τὰ καλούμενα χελιδόνια παρ’ Ἀθην. 75D· ἐν τοῖς Α. Β. (1197) φέρεται ἐφθαρμένως, χελιδώνεως.
Greek Monolingual
-εω, ἡ, Α
ποικιλία συκιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδών, -όνος + επίθημα -εως που απαντά και σε άλλες ονομασίες φυτών (πρβλ. κανθάρεως)].