μεγαλοκαμπής: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεγαλοκαμπής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[καμπή]], πολύ κεκαμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>καμπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]], [[πρβλ]]. <i>ευ</i>-<i>καμπής</i>)].
|mltxt=[[μεγαλοκαμπής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[καμπή]], πολύ κεκαμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>καμπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]], [[πρβλ]]. [[ευκαμπής]])].
}}
}}

Revision as of 06:50, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοκαμπής Medium diacritics: μεγαλοκαμπής Low diacritics: μεγαλοκαμπής Capitals: ΜΕΓΑΛΟΚΑΜΠΗΣ
Transliteration A: megalokampḗs Transliteration B: megalokampēs Transliteration C: megalokampis Beta Code: megalokamph/s

English (LSJ)

ές, with a large curve, Orib.45.6.6.

German (Pape)

[Seite 106] ές, sehr gekrümmt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοκαμπής: -ές, ὁ ἔχων μεγάλην καμπήν, σφόδρα κεκαμμένος, Ὀρειβάσ. σ. 38 Mai.

Greek Monolingual

μεγαλοκαμπής, -ές (Α)
αυτός που έχει μεγάλη καμπή, πολύ κεκαμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -καμπής (< κάμπτω, πρβλ. ευκαμπής)].