μολυβρός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(6_4)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=molyvros
|Transliteration C=molyvros
|Beta Code=molubro/s
|Beta Code=molubro/s
|Definition=ά, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">lead-coloured</b>, Hsch.</span>
|Definition=ά, όν, [[lead-coloured]], Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μολυβρός''': -ά, -όν, [[μολυβδοειδής]], ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ μολύβδου, μολυβδόχρους, Ἡσύχ.
|lstext='''μολυβρός''': -ά, -όν, [[μολυβδοειδής]], ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ μολύβδου, μολυβδόχρους, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μολυβρός]], -ά, -όν (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του μολύβδου, [[μολυβής]], μολυβόχρωμος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ρός</i> ([[πρβλ]]. [[αλυκρός]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:00, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολυβρός Medium diacritics: μολυβρός Low diacritics: μολυβρός Capitals: ΜΟΛΥΒΡΟΣ
Transliteration A: molybrós Transliteration B: molybros Transliteration C: molyvros Beta Code: molubro/s

English (LSJ)

ά, όν, lead-coloured, Hsch.

German (Pape)

[Seite 200] bleifarbig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μολυβρός: -ά, -όν, μολυβδοειδής, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ μολύβδου, μολυβδόχρους, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μολυβρός, -ά, -όν (Α)
αυτός που έχει το χρώμα του μολύβδου, μολυβής, μολυβόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβος + κατάλ. -ρός (πρβλ. αλυκρός)].