Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ωλεσίκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand

Menander, Monostichoi, 411
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ὀλεσίκαρπος]], -ον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> (για δένδρα) αυτός που χάνει τους καρπούς του [[πριν]] αυτοί ωριμάσουν («μακραί τ' αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άγονος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὠλεσίκαρπον [[τύμπανο]]» — [[τύμπανο]] που έκρουαν στα μυστήρια της Κυβέλης ευνούχοι ιερείς <b>(Οππ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]]) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀλεσι</i>- του [[ὄλλυμι]] «[[καταστρέφω]]» ([[πρβλ]]. <i>ἀπόλεσις</i>, <i>ὤλεσα</i>) <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] ([[πρβλ]]. <i>τελεσί</i>-<i>καρπος</i>). Ο [[μακρός]] [[φωνηεντισμός]] <i>ω</i>- του τ. <i>ὠλεσί</i>-<i>καρπος</i>, που [[είναι]] πιθ. και ο αρχαιότερος, οφείλεται σε [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών].
|mltxt=και [[ὀλεσίκαρπος]], -ον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> (για δένδρα) αυτός που χάνει τους καρπούς του [[πριν]] αυτοί ωριμάσουν («μακραί τ' αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άγονος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὠλεσίκαρπον [[τύμπανο]]» — [[τύμπανο]] που έκρουαν στα μυστήρια της Κυβέλης ευνούχοι ιερείς <b>(Οππ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]]) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀλεσι</i>- του [[ὄλλυμι]] «[[καταστρέφω]]» ([[πρβλ]]. <i>ἀπόλεσις</i>, <i>ὤλεσα</i>) <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] ([[πρβλ]]. [[τελεσίκαρπος]]). Ο [[μακρός]] [[φωνηεντισμός]] <i>ω</i>- του τ. <i>ὠλεσί</i>-<i>καρπος</i>, που [[είναι]] πιθ. και ο αρχαιότερος, οφείλεται σε [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών].
}}
}}

Latest revision as of 07:05, 13 May 2023

Greek Monolingual

και ὀλεσίκαρπος, -ον, Α
(επικ. τ.)
1. (για δένδρα) αυτός που χάνει τους καρπούς του πριν αυτοί ωριμάσουν («μακραί τ' αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. άγονος
3. φρ. «ὠλεσίκαρπον τύμπανο» — τύμπανο που έκρουαν στα μυστήρια της Κυβέλης ευνούχοι ιερείς (Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι- του ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + καρπός (πρβλ. τελεσίκαρπος). Ο μακρός φωνηεντισμός ω- του τ. ὠλεσί-καρπος, που είναι πιθ. και ο αρχαιότερος, οφείλεται σε διευθέτηση μετρικών αναγκών].