ωλεσίκαρπος

From LSJ

Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant

Menander, Monostichoi, 65

Greek Monolingual

και ὀλεσίκαρπος, -ον, Α
(επικ. τ.)
1. (για δένδρα) αυτός που χάνει τους καρπούς του πριν αυτοί ωριμάσουν («μακραί τ' αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. άγονος
3. φρ. «ὠλεσίκαρπον τύμπανο» — τύμπανο που έκρουαν στα μυστήρια της Κυβέλης ευνούχοι ιερείς (Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι- του ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + καρπός (πρβλ. τελεσίκαρπος). Ο μακρός φωνηεντισμός ω- του τ. ὠλεσί-καρπος, που είναι πιθ. και ο αρχαιότερος, οφείλεται σε διευθέτηση μετρικών αναγκών].