ἰωνιά: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ δὲ πληγὴν οὐχ ὑπερπηδᾷ βροτός → Haud ullus umquam transilit plagam die → Kein Sterblicher springt weiter als des Gottes Schlag

Menander, Monostichoi, 251
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰωνιά]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[λιβάδι]] με ία, μενεξεδότοπος<br /><b>2.</b> [[είδος]] φυτού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἰωνιά]] [[μέλαινα]]» — ίο το εύοσμο, ο [[μενεξές]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐς ἰωνιάν<br />ἐς κοπρῶνα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴων</i>, γεν. πληθ. του τ. <i>ἴον</i> «[[μενεξές]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιά</i> ([[πρβλ]]. <i>ροδων</i>-<i>ιά</i>)].
|mltxt=[[ἰωνιά]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[λιβάδι]] με ία, μενεξεδότοπος<br /><b>2.</b> [[είδος]] φυτού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἰωνιά]] [[μέλαινα]]» — ίο το εύοσμο, ο [[μενεξές]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐς ἰωνιάν<br />ἐς κοπρῶνα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴων</i>, γεν. πληθ. του τ. <i>ἴον</i> «[[μενεξές]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιά</i> ([[πρβλ]]. [[ροδωνιά]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰωνιά:''' -ᾶς, ἡ ([[ἴον]]), [[λειμώνας]] από μενεξέδες, [[λιβάδι]] γεμάτο από βιολέτες, Λατ. [[violarium]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἰωνιά:''' -ᾶς, ἡ ([[ἴον]]), [[λειμώνας]] από μενεξέδες, [[λιβάδι]] γεμάτο από βιολέτες, Λατ. [[violarium]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 07:07, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰωνιά Medium diacritics: ἰωνιά Low diacritics: ιωνιά Capitals: ΙΩΝΙΑ
Transliteration A: iōniá Transliteration B: iōnia Transliteration C: ionia Beta Code: i)wnia/

English (LSJ)

ᾶς, ἡ, (ἴον) A violet-bed, Ar.Pax577; ἰ. λευκή giliflower, Matthiola incana, Thphr.HP6.8.5; ἰ. μέλαινα violet, Viola odorata, ib. 6.6.2. II ground-pine, Ajuga Chamaepitys, Apollod. ap. Ath.15.681d, Dsc.3.158; ἰ. ἀγρία Sch.Nic.Al.55. III ἐς ἰωνιάν· ἐς κοπρῶνα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1278] ἡ, das Veilchenbeet, Ort, wo Veilchen (ἴον) wachsen; Ar. Pax 569; Theophr. u. Sp.; auch = χαμαίπιτυς, Ath. XV, 681 d; vgl. Schol. Nic. Al. 56. Den Accent bemerkt Arcad. p. 99.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
1 lieu rempli de violettes;
2 plant de violettes;
3 c. χαμαίπιτυς.
Étymologie: ἴον.

Russian (Dvoretsky)

ἰωνιά:ἴον место, поросшее фиалками, фиалковое поле Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἰωνιά: ᾶς, ἡ, (ἴον) λειμὼν ἴων, Λατ. violarium, Ἀριστοφ. Εἰρ. 577· 2) τὸ φυτόν τοθ ἴου, Θεοφρ.π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 4. ΙΙ. χαμαίπιτυς Ἀθήν. 681D.

Greek Monolingual

ἰωνιά, ἡ (Α)
1. λιβάδι με ία, μενεξεδότοπος
2. είδος φυτού
3. φρ. «ἰωνιά μέλαινα» — ίο το εύοσμο, ο μενεξές
4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐς ἰωνιάν
ἐς κοπρῶνα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴων, γεν. πληθ. του τ. ἴον «μενεξές» + κατάλ. -ιά (πρβλ. ροδωνιά)].

Greek Monotonic

ἰωνιά: -ᾶς, ἡ (ἴον), λειμώνας από μενεξέδες, λιβάδι γεμάτο από βιολέτες, Λατ. violarium, σε Αριστοφ.