λειμώνας

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528

Greek Monolingual

ο (AM λειμών, -ῶνος)
τόπος γεμάτος χλόη, κατάλληλος για βοσκή, λιβάδι, βοσκοτόπι («ἐν μαλακῷ λειμῶνι καὶ ἄνθεσιν ἐαρινοῖσι», Ησίοδ.)
αρχ.
1. συνεκδ. κάθε λαμπρή και ανθηρή επιφάνεια
2. το γυναικείο αιδοίο
3. στον πληθ. οἱ λειμῶνες
τα άνθη
4. φρ. α) «λειμών θαλάσσης» — ο σπόγγος, το σφουγγάρι
β) «Λειμών λέξεων» — τίτλος έργου του Παμφίλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -μων, -μωνος
(πρβλ. χειμών) και έχει άμεση σχέση με τα λιμήν, λίμνη. Ο τ. λειμών με σημ. «υγρασία, λιμνάζοντα ύδατα» συνδέεται με λατ. limus «λάσπη, βούρκος», ισλανδ. slim «βλέννα», αρχ. άνω γερμ. slīm, με την ίδια σημ. (πρβλ. λείμαξ), οπότε ανάγεται στην ΙΕ ρίζα (s)lei- «βλεννώδης». Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με λατ. limus επίθ. «λοξός, πλάγιος», λεττον. leja «κοιλάδα, κοιλότητα», καθώς και με το λιάζομαι «απομακρύνομαι, ξεφεύγω» — σ' αυτή την περίπτωση πρέπει να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα lei- (με παρέκταση -m-) «κάμπτω, λυγίζω».
ΠΑΡ. λείμαξ, λειμώνιος, λιμήν, λίμνη
αρχ.
λειμωνήρης, λειμωνιάτης, λειμωνόθεν.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λειμωνοειδής. (Β συνθετικό) αρχ. βαθύλειμος, βαθυλείμων, εύλειμος, ευλείμων, ευρυλείμων, ποικιλείμων.