ἐπεισαγώγιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu'on importe ; τὰ ἐπεισαγώγιμα PLAT les objets d'importation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπεισάγω]].
|btext=ος, ον :<br />qu'on importe ; [[τὰ ἐπεισαγώγιμα]] PLAT [[les objets d'importation]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπεισάγω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπεισᾰγώγιμος:'''<br /><b class="num">1</b> [[ввозимый]], [[привозной]] ([[σῖτος]] Dem.; [[ἀγορά]] Plut.): τὰ ἐπεισαγώγιμα Plat. ввозные товары;<br /><b class="num">2</b> [[поступающий извне]] ([[θερμότης]] Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[иноземный]], [[чужой]] ([[γένος]] Eur.; ἐ. καὶ [[βάρβαρος]] Plut.).
|elrutext='''ἐπεισᾰγώγιμος:'''<br /><b class="num">1</b> [[ввозимый]], [[привозной]] ([[σῖτος]] Dem.; [[ἀγορά]] Plut.): [[τὰ ἐπεισαγώγιμα]] Plat. [[ввозные товары]];<br /><b class="num">2</b> [[поступающий извне]] ([[θερμότης]] Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[иноземный]], [[чужой]] ([[γένος]] Eur.; ἐ. καὶ [[βάρβαρος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:08, 16 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισᾰγώγιμος Medium diacritics: ἐπεισαγώγιμος Low diacritics: επεισαγώγιμος Capitals: ΕΠΕΙΣΑΓΩΓΙΜΟΣ
Transliteration A: epeisagṓgimos Transliteration B: epeisagōgimos Transliteration C: epeisagogimos Beta Code: e)peisagw/gimos

English (LSJ)

ον, brought in from abroad, τὰ ἐπεισαγώγιμα = imported wares, Pl.R. 370e.

German (Pape)

[Seite 911] noch dazu eingeführt; τὰ ἐπ., Waareneinfuhr, Plat. Rep. II, 370 e.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on importe ; τὰ ἐπεισαγώγιμα PLAT les objets d'importation.
Étymologie: ἐπεισάγω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεισᾰγώγιμος:
1 ввозимый, привозной (σῖτος Dem.; ἀγορά Plut.): τὰ ἐπεισαγώγιμα Plat. ввозные товары;
2 поступающий извне (θερμότης Arst.);
3 иноземный, чужой (γένος Eur.; ἐ. καὶ βάρβαρος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισᾰγώγιμος: -ον, ἐπὶ προϊόντων ἔξωθεν εἰσαγομένων εἴς τινα χώραν, ἀλλὰ μήν, ἦν δ’ ἐγώ, κατοικίσαι γε αὐτὴν τὴν πόλιν εἰς τοιοῦτον τόπον, οὖ ἐπεισαγωγίμων μὴ δεήσεται, σχεδόν τι ἀδύνατον Πλάτ. Πολ. 370Ε.

Greek Monolingual

ἐπεισαγώγιμος, -ον (Α)
(για προϊόντα) αυτός που εισάγεται από το εξωτερικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισαγώγιμος].

Greek Monotonic

ἐπεισᾰγώγιμος: -ον, αυτός που εισάγεται, ο εισαγόμενος επιπροσθέτως των (εγχώριων) προϊόντων μιας χώρας· τὰ ἐπ., εισαγόμενα κατασκευσμένα είδη, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἐπ-εισᾰγώγιμος, ον
brought in besides the products of the country; τὰ ἐπ. imported wares, Plat.