καταπροδίδω: Difference between revisions
From LSJ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=καταπροδίδω και [[καταπροδίνω]] και [[καταπροδώνω]] (Α [[καταπροδίδωμι]])<br /><b>1.</b> [[προδίδω]] απροκαλύπτως, [[διαπράττω]] φανερή [[προδοσία]] («καταπρόδωσε την [[πατρίδα]] του»)<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]] κάποιον εντελώς στην [[τύχη]] του ιδιαίτερα σε κρίσιμες στιγμές. | |mltxt=[[καταπροδίδω]] και [[καταπροδίνω]] και [[καταπροδώνω]] (Α [[καταπροδίδωμι]])<br /><b>1.</b> [[προδίδω]] απροκαλύπτως, [[διαπράττω]] φανερή [[προδοσία]] («καταπρόδωσε την [[πατρίδα]] του»)<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]] κάποιον εντελώς στην [[τύχη]] του ιδιαίτερα σε κρίσιμες στιγμές. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:01, 18 May 2023
Greek Monolingual
καταπροδίδω και καταπροδίνω και καταπροδώνω (Α καταπροδίδωμι)
1. προδίδω απροκαλύπτως, διαπράττω φανερή προδοσία («καταπρόδωσε την πατρίδα του»)
2. εγκαταλείπω κάποιον εντελώς στην τύχη του ιδιαίτερα σε κρίσιμες στιγμές.