συγχωρητικός: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygchoritikos
|Transliteration C=sygchoritikos
|Beta Code=sugxwrhtiko/s
|Beta Code=sugxwrhtiko/s
|Definition=ή, όν, <b class="b2">assigning a place to . .</b>, νοῦς σ. πάντων Herm. ap. Stob.1.18.3.
|Definition=ή, όν, [[assigning a place to]] . ., [[νοῦς]] συγχωρητικὸς πάντων Herm. ap. Stob.1.18.3.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 13:08, 25 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχωρητικός Medium diacritics: συγχωρητικός Low diacritics: συγχωρητικός Capitals: ΣΥΓΧΩΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synchōrētikós Transliteration B: synchōrētikos Transliteration C: sygchoritikos Beta Code: sugxwrhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, assigning a place to . ., νοῦς συγχωρητικὸς πάντων Herm. ap. Stob.1.18.3.

German (Pape)

[Seite 972] ή, όν, zum Nachgeben gehörig, nachgiebig, nachsichtig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγχωρητικός: -ή, -όν, ὁ κλίνων εἰς ὑποχώρησιν, ἐνδοτικός, συγχωρῶν, Ὠριγέν. ΙΙΙ, 1193C, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συγχωρητικός, -ή, -όν, ΝΑ συγχωρῶ
αυτός που εύκολα συγχωρεί
νεοελλ.
1. αυτός με τον οποίο παρέχεται συγχώρηση, συγγνώμη, συγχωρητήριος
2. το ουδ. ως ουσ. το συγχωρητικό
το συγχωροχάρτι
αρχ.
αυτός που έχει τάσεις υποχώρησης, ενδοτικός.
επίρρ...
συγχωρητικῶς Α
κατά συγχώρηση.