ἀμφίκολλος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
(2)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfikollos
|Transliteration C=amfikollos
|Beta Code=a)mfi/kollos
|Beta Code=a)mfi/kollos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">glued on both sides:</b><b class="b3">κλίνη ἀ</b>. couch <b class="b2">with two ends fixed on</b>, Pl. Com.34.</span>
|Definition=ον, [[glued on both sides]]:—<b class="b3">κλίνη ἀμφίκολλος</b> [[couch]] [[with two ends fixed on]], Pl. Com.34.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0140.png Seite 140]] rings geleimt, Plat. com. bei Poll. 10, 34, [[κλίνη]], der es κατακεκολλημένη erkl.
}}
{{ls
|lstext='''ἀμφίκολλος''': -ον, ὁ κατ’ ἀμφοτέρας τὰς πλευρὰς κεκολλημένος· [[ἔπειτα]] κλίνην ἀμφίκολλον πυξίνην Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 10· πρβλ. [[παράκολλος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμφίκολλος]], -ον (Α)<br />ο κολλημένος και από τις δύο πλευρές, στερεωμένος και στις δύο άκρες του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κολλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κόλλα]].
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 25 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίκολλος Medium diacritics: ἀμφίκολλος Low diacritics: αμφίκολλος Capitals: ΑΜΦΙΚΟΛΛΟΣ
Transliteration A: amphíkollos Transliteration B: amphikollos Transliteration C: amfikollos Beta Code: a)mfi/kollos

English (LSJ)

ον, glued on both sides:—κλίνη ἀμφίκολλος couch with two ends fixed on, Pl. Com.34.

German (Pape)

[Seite 140] rings geleimt, Plat. com. bei Poll. 10, 34, κλίνη, der es κατακεκολλημένη erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίκολλος: -ον, ὁ κατ’ ἀμφοτέρας τὰς πλευρὰς κεκολλημένος· ἔπειτα κλίνην ἀμφίκολλον πυξίνην Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 10· πρβλ. παράκολλος.

Greek Monolingual

ἀμφίκολλος, -ον (Α)
ο κολλημένος και από τις δύο πλευρές, στερεωμένος και στις δύο άκρες του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -κολλος < κόλλα.