ὀκτάσημος: Difference between revisions
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
mNo edit summary |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oktasimos | |Transliteration C=oktasimos | ||
|Beta Code=o)kta/shmos | |Beta Code=o)kta/shmos | ||
|Definition=[ᾰ], ον, in Prosody, [[of eight times]], Sch. | |Definition=[ᾰ], ον, in Prosody, [[of eight times]], Sch.A.''Th.''103. Adv. ὀκτασήμως = [[in the eight-time measure]], of the [[dochmius]] (◡ – – ◡ –), Sch.A.''Th.'' 128. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:43, 8 June 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ον, in Prosody, of eight times, Sch.A.Th.103. Adv. ὀκτασήμως = in the eight-time measure, of the dochmius (◡ – – ◡ –), Sch.A.Th. 128.
German (Pape)
[Seite 317] mit acht Zeiten, achtzeitig, in der Prosodie, Schol. Aesch. Spt. 103; auch adv., Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτάσημος: -ον, ἐν προσῳδίᾳ, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ὀκτὼ σημείων χρόνου, Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. 164, κτλ. Ἐπίρρ. -ως, ἐπὶ τοῦ δοχμίου (υ--υ-), Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 120.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀκτάσημος, -ον)
(για αρχαίο μετρικό πόδα) αυτός που αποτελείται από οκτώ πρώτους χρόνους, από οκτώ χρονικά σημεία. Επίρ. οκτασήμως (Α)
κατά οκτάσημα μέτρα («ἐστιχούργησε ὀκτασήμως, ἤτοι κατά δοχμίους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -σημος (< σῆμα), πρβλ. εξάσημος].