κεράς: Difference between revisions
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=keras | |Transliteration C=keras | ||
|Beta Code=kera/s | |Beta Code=kera/s | ||
|Definition=(A), άδος, ἡ, poet. fem. of [[κεραός]], | |Definition=(A), -άδος, ἡ, ''poet.'' fem. of [[κεραός]], Eust. 1625.45; but in [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], <b class="b3">κεραΐδες· τῶν προβάτων τὰ θήλεα, τὰ ἔνδον ὀδόντας ἔχοντα</b>.<br /><br />(B), Adv. [[mixed]], glossed by [[κεραστικῶς]], Call.Fr.anon.34. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 16:06, 24 August 2023
English (LSJ)
(A), -άδος, ἡ, poet. fem. of κεραός, Eust. 1625.45; but in Hsch., κεραΐδες· τῶν προβάτων τὰ θήλεα, τὰ ἔνδον ὀδόντας ἔχοντα.
(B), Adv. mixed, glossed by κεραστικῶς, Call.Fr.anon.34.
German (Pape)
[Seite 1421] gemischt, = κεραστικῶς, Suid., vgl. Lob. Paralip. p. 223. άδος, ἡ, gehörnt, fem. zu κεραός, bei Eust. 1625, 43 = κεραΐς .
Greek (Liddell-Scott)
κεράς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ κεραός, Εὐστ. 1625. 45· καθ’ Ἡσύχ. «κεράδες· τῶν προβάτων τὰ θήλεα, τὰ ἔνδον ὀδόντας ἔχοντα».
Greek Monolingual
(I)
κεράς, -άδος, ἡ (Α)
ποιητ. τ. θηλ. του κεραός.
(II)
κεράς (Α)
επίρρ. αναμεμιγμένα, ανάμικτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κερα- του κεράννυμι (πρβλ. εκάς)].
(III)
ο κερί
ο κατασκευαστής ή πωλητής κηρού ή κεριών.