στρούθειος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stroytheios
|Transliteration C=stroytheios
|Beta Code=strou/qeios
|Beta Code=strou/qeios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of an ostrich</b>, ᾠόν <span class="bibl"><span class="title">PMich.Zen.</span>9r</span>.<span class="bibl">2</span> (iii B.C.); <b class="b3">ὀειὸν</b>( = [[ᾠόν]]) <b class="b3"> τρούθ[ιον</b>] <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>7243.21</span> (iv A.D.); cf. [[στρουθός]] fin. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> (sc. <b class="b3">κρέας</b>),= <b class="b2">passerina caro</b>, Gloss. (written <b class="b2">stroiton</b>). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">-ειον μῆλον, τό</b>, a kind of <b class="b2">quince, Pyrus Cydonia</b>, AP6.252 (Antiphil.); so without <b class="b3">μῆλον</b>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>234</span>; also written <b class="b3">στρούθιον</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>2.2.5</span>, Dsc. 1.115, cf. <span class="bibl">Philem.1</span>, Gal.6.450 (parox.), 602. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b3">-ειον</b>,= στρουθός 111, <b class="b2">soap-wort, Saponaria officinalis</b>, <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span>960</span>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Nat.Mul.</span> 32</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>6.4.3</span>, <span class="bibl">Eub.104</span> (lyr.), <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>430.15</span> (iii B.C.), Dsc.2.163, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1088.26</span> (i A.D.), <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span>1.2</span>; usu. written στρούθιον in codd., but στρούθειον in Orph.l.c., corroborated by the metre and by στρούθεον in <span class="title">PCair.Zen.</span>l.c.; the metre is doubtful in Eub. l.c.; both <b class="b3">στρούθιον</b> and <b class="b3">-ειον</b> are found in <b class="b2">PHolm.</b>., <span class="bibl">15.2</span>, al., <span class="bibl">25.22</span>.</span>
|Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[of an ostrich]], ᾠόν PMich.Zen.9r.2 (iii B.C.); [[ὀειὸν]]( = [[ᾠόν]]) τρούθ[ιον] Sammelb.7243.21 (iv A.D.); cf. [[στρουθός]] fin.<br><span class="bld">2</span> (''[[sc.]]'' [[κρέας]]),= [[passerina caro]], ''Glossaria'' (written stroiton).<br><span class="bld">II</span> [[στρούθειον]] [[μῆλον]], τό, a kind of [[quince]], [[Pyrus cydonia]], AP6.252 (Antiphil.); so without [[μῆλον]], Nic.Al.234; also written [[στρούθιον]], Thphr.HP2.2.5, Dsc. 1.115, cf. Philem.1, Gal.6.450 (parox.), 602.<br><span class="bld">III</span> [[στρούθειον]] = [[στρουθός]] ΙΙΙ, [[soap-wort]], [[Saponaria officinalis]], Orph.A.960, Hp.Nat.Mul. 32, Thphr.HP6.4.3, Eub.104 (lyr.), PCair.Zen.430.15 (iii B.C.), Dsc.2.163, POxy.1088.26 (i A.D.), Aret.CA1.2; usually written στρούθιον in codd., but στρούθειον in Orph.l.c., corroborated by the metre and by στρούθεον in PCair.Zen.l.c.; the metre is doubtful in Eub. [[l.c.]]; both [[στρούθιον]] and [[στρούθειον]] are found in PHolm.., 15.2, al., 25.22.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, θηλ. και -εία και τ. ουδ. στρούθιον και [[τρούθιον]] Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρουθό, στον σπουργίτη, ή στη στρουθοκάμηλο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[στρούθειον]] και <i>στρούθιον</i><br />[[φυτό]] κατάλληλο για τον καθαρισμό του μαλλιού και τών υφασμάτων, κν. γνωστό [[σήμερα]] ως [[σαπουνόχορτο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στρούθειον]] [[κρέας]]» — [[κρέας]] από στρουθοκάμηλο<br />β) «[[στρούθειον]] [[μῆλον]]» ή [[απλώς]] «[[στρούθειον]]» — [[είδος]] κυδωνιών (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρουθός]]. Ο παρλλ. τ. [[τρούθιον]] μπορεί πιθ. να ερμηνευθεί μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>τρουθός</i> της λ. [[στρουθός]] ([[χωρίς]] αρκτικό <i>σ</i>-, <b>πρβλ.</b> τα ανθρωπωνύμια <i>Τροῦθος</i>, <i>Τρούθων</i>)].
|mltxt=-ον, θηλ. και -εία και τ. ουδ. στρούθιον και [[τρούθιον]] Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρουθό, στον σπουργίτη, ή στη στρουθοκάμηλο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[στρούθειον]] και <i>στρούθιον</i><br />[[φυτό]] κατάλληλο για τον καθαρισμό του μαλλιού και τών υφασμάτων, κν. γνωστό [[σήμερα]] ως [[σαπουνόχορτο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στρούθειον]] [[κρέας]]» — [[κρέας]] από στρουθοκάμηλο<br />β) «[[στρούθειον]] [[μῆλον]]» ή [[απλώς]] «[[στρούθειον]]» — [[είδος]] κυδωνιών (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρουθός]]. Ο παρλλ. τ. [[τρούθιον]] μπορεί πιθ. να ερμηνευθεί μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>τρουθός</i> της λ. [[στρουθός]] ([[χωρίς]] αρκτικό <i>σ</i>-, <b>πρβλ.</b> τα ανθρωπωνύμια <i>Τροῦθος</i>, <i>Τρούθων</i>)].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''στρούθειος:''' воробьиный или страусовый: [[στρούθειον]] [[μῆλον]] Anth. воробьиное яблоко (род айвы).
|elrutext='''στρούθειος:''' [[воробьиный]] или [[страусовый]]: [[στρούθειον]] [[μῆλον]] Anth. воробьиное яблоко (род айвы).
}}
}}

Latest revision as of 09:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρούθειος Medium diacritics: στρούθειος Low diacritics: στρούθειος Capitals: ΣΤΡΟΥΘΕΙΟΣ
Transliteration A: stroútheios Transliteration B: stroutheios Transliteration C: stroytheios Beta Code: strou/qeios

English (LSJ)

α, ον,
A of an ostrich, ᾠόν PMich.Zen.9r.2 (iii B.C.); ὀειὸν( = ᾠόν) τρούθ[ιον] Sammelb.7243.21 (iv A.D.); cf. στρουθός fin.
2 (sc. κρέας),= passerina caro, Glossaria (written stroiton).
II στρούθειον μῆλον, τό, a kind of quince, Pyrus cydonia, AP6.252 (Antiphil.); so without μῆλον, Nic.Al.234; also written στρούθιον, Thphr.HP2.2.5, Dsc. 1.115, cf. Philem.1, Gal.6.450 (parox.), 602.
III στρούθειον = στρουθός ΙΙΙ, soap-wort, Saponaria officinalis, Orph.A.960, Hp.Nat.Mul. 32, Thphr.HP6.4.3, Eub.104 (lyr.), PCair.Zen.430.15 (iii B.C.), Dsc.2.163, POxy.1088.26 (i A.D.), Aret.CA1.2; usually written στρούθιον in codd., but στρούθειον in Orph.l.c., corroborated by the metre and by στρούθεον in PCair.Zen.l.c.; the metre is doubtful in Eub. l.c.; both στρούθιον and στρούθειον are found in PHolm.., 15.2, al., 25.22.

German (Pape)

[Seite 955] vom od. zum Vogel, zum Spatz oder Strauß gehörig. – Aber στρούθειον μῆλον bei Antiphil. 3 (VI, 252) ist = στρουθίον 3.

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και -εία και τ. ουδ. στρούθιον και τρούθιον Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρουθό, στον σπουργίτη, ή στη στρουθοκάμηλο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ στρούθειον και στρούθιον
φυτό κατάλληλο για τον καθαρισμό του μαλλιού και τών υφασμάτων, κν. γνωστό σήμερα ως σαπουνόχορτο
3. φρ. α) «στρούθειον κρέας» — κρέας από στρουθοκάμηλο
β) «στρούθειον μῆλον» ή απλώς «στρούθειον» — είδος κυδωνιών (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός. Ο παρλλ. τ. τρούθιον μπορεί πιθ. να ερμηνευθεί μέσω ενός αμάρτυρου τ. τρουθός της λ. στρουθός (χωρίς αρκτικό σ-, πρβλ. τα ανθρωπωνύμια Τροῦθος, Τρούθων)].

Russian (Dvoretsky)

στρούθειος: воробьиный или страусовый: στρούθειον μῆλον Anth. воробьиное яблоко (род айвы).