ζωνοειδής: Difference between revisions
From LSJ
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=zonoeidis | |Transliteration C=zonoeidis | ||
|Beta Code=zwnoeidh/s | |Beta Code=zwnoeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=ζωνοειδές,<br><span class="bld">A</span> [[like]] a [[belt]] or [[girdle]], Apollon.Lex. [[sub verbo|s.v.]] ἴρεσσιν ἐοικότες τῷ χρώματι ἀλλὰ τῷ σχήματι· οἱ γὰρ ὄφεις, ἐφ' ὧν τέτακται, ὅλοι συνεστραμμένοι πλὴν τῶν τραχήλων. ἴριδας δὲ εἶπε τὰς ἐν τῷ οὐρανῷ φαινομένας ζωνοειδεῖς, Eust. 1068.24. Adv. [[ζωνοειδῶς]] = [[in belts]], Olymp.in Mete.191.21. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:11, 25 August 2023
English (LSJ)
ζωνοειδές,
A like a belt or girdle, Apollon.Lex. s.v. ἴρεσσιν ἐοικότες τῷ χρώματι ἀλλὰ τῷ σχήματι· οἱ γὰρ ὄφεις, ἐφ' ὧν τέτακται, ὅλοι συνεστραμμένοι πλὴν τῶν τραχήλων. ἴριδας δὲ εἶπε τὰς ἐν τῷ οὐρανῷ φαινομένας ζωνοειδεῖς, Eust. 1068.24. Adv. ζωνοειδῶς = in belts, Olymp.in Mete.191.21.
German (Pape)
[Seite 1143] ές, gürtelähnlich, Apoll. L. H. Ἴρεσσιν ἐοικότες.
Greek (Liddell-Scott)
ζωνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ζώνην, ἶρις, Ἀπολλών. Λεξ., Εὐστ. 1068. 24.
Greek Monolingual
-ές (AM ζωνοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με ζώνη, που έχει σχήμα ζώνης.
επίρρ...
ζωνοειδῶς (AM)
κατά ζώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζώνη + -ειδής (< είδος)].