καταβατός: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katavatos
|Transliteration C=katavatos
|Beta Code=katabato/s
|Beta Code=katabato/s
|Definition=ή, όν,<br><span class="bld">A</span> [[descending]], [[steep]], [[ὁδός]] Sch.A.R. 2.353, cf. Porph.''Antr.''23; v. [[καταιβατός]].<br><span class="bld">II</span> [[καταβατόν]], τό, = [[σελίς]], Hdn.''Epim.''2, 122, cf. Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[σελίς]].
|Definition=καταβατή, καταβατόν,<br><span class="bld">A</span> [[descending]], [[steep]], [[ὁδός]] Sch.A.R. 2.353, cf. Porph.''Antr.''23; v. [[καταιβατός]].<br><span class="bld">II</span> [[καταβατόν]], τό, = [[σελίς]], Hdn.''Epim.''2, 122, cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[σελίς]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβᾰτός Medium diacritics: καταβατός Low diacritics: καταβατός Capitals: ΚΑΤΑΒΑΤΟΣ
Transliteration A: katabatós Transliteration B: katabatos Transliteration C: katavatos Beta Code: katabato/s

English (LSJ)

καταβατή, καταβατόν,
A descending, steep, ὁδός Sch.A.R. 2.353, cf. Porph.Antr.23; v. καταιβατός.
II καταβατόν, τό, = σελίς, Hdn.Epim.2, 122, cf. Hsch. s.v. σελίς.

German (Pape)

[Seite 1339] herabgehend, abschüssig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταβᾰτός: -ή, -όν, κατωφερής, ἀπόκρημνος, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 353. ΙΙ. καταβατόν, τό, = σελίς, κοινῶς «καταιβατόν», Ἀναστ. Σιν. 201C, «σελίς· καταβατὸν βιβλίου» Ἡσύχ., ἴδε σημ. Boisson. εἰς Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 2.

Greek Monolingual

καταβατός, -ή, -όν (AM) καταβαίνω
μσν.
1. κατακόρυφος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταβατόν
είδος καταρράκτη
αρχ.
1. κατηφορικός, απόκρημνος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταβατόν
το κατεβατό.