σκολύπτω: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442
(37)
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skolypto
|Transliteration C=skolypto
|Beta Code=skolu/ptw
|Beta Code=skolu/ptw
|Definition== <b class="b3">κολούω, κολοβόω, ἐκτίλλω</b>, Hsch. σκολύφρα· <b class="b3">σκυθρωπή, σκληρά, ἐργώδης, δυσχερής</b>, Id.; cf. [[σκολύβρα]]. σκομβρίζω, A<br /> = γογγύζω, Id., Phot.; also, = ῥαθαπυγίζω, Hsch.
|Definition== [[κολούω]], [[κολοβόω]], [[ἐκτίλλω]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] σκολύφρα· <b class="b3">σκυθρωπή, σκληρά, ἐργώδης, δυσχερής</b>, Id.; cf. [[σκολύβρα]]. σκομβρίζω, A = γογγύζω, Id., Phot.; also, = ῥαθαπυγίζω, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκολύπτω Medium diacritics: σκολύπτω Low diacritics: σκολύπτω Capitals: ΣΚΟΛΥΠΤΩ
Transliteration A: skolýptō Transliteration B: skolyptō Transliteration C: skolypto Beta Code: skolu/ptw

English (LSJ)

= κολούω, κολοβόω, ἐκτίλλω, Hsch. σκολύφρα· σκυθρωπή, σκληρά, ἐργώδης, δυσχερής, Id.; cf. σκολύβρα. σκομβρίζω, A = γογγύζω, Id., Phot.; also, = ῥαθαπυγίζω, Hsch.

German (Pape)

[Seite 902] stutzen, verstümmeln, beschneiden, κολούω, ἐκτίλλω, σπαράττω, VLL.; im obscönen Sinne, das männliche Glied von der Vorhaut entblößen, s. ἀποσκολύπτω.

Greek (Liddell-Scott)

σκολύπτω: κολούω, κολοβόω, «ἐκτίλλω, κολούω» καὶ «σκολύψαι· κολοῦσαι. κολοβῶσαι» Ἡσύχ.· πρβλ. ἀποσκ-.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «κολούω, κολοβῶ, ἐκτίλλω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος με επίθημα - από την ίδια ρίζα με το ρ. σκάλλω «σκαλίζω, γλύφω» (βλ. και λ. σκόλοπας). Το ρ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σκόλλυς και σκόλυθρον, ενώ δεν φαίνεται πιθανή η σύνδεση του με τον τ. «σκολύφρα
σκυθρωπή, σκληρά, ἐργώδης, δυσχερής»].