ἰνέω: Difference between revisions
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
(c1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ineo | |Transliteration C=ineo | ||
|Beta Code=i)ne/w | |Beta Code=i)ne/w | ||
|Definition=or | |Definition=or [[ἰνάω]], [[carry off by evacuations]], Ion. word, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot.: fut. Med. [[ἰνήσομαι]] Hp.Mul.1.52, and prob. l. ib. 119; in pass. sense, Id.Loc.Hom.27:—Pass., ἰνῶνται, [[ἰνώμενος]], ibid., ib.33. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1254.png Seite 1254]] ausleeren, ausräumen, Hippocr., auch [[ἰνάω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1254.png Seite 1254]] ausleeren, ausräumen, Hippocr., auch [[ἰνάω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰνέω:''' [[опорожнять]] (ср. [[ὑπέρινος]]). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἰνέω''': ἢ ἰνάω, κενῶ, Ἰων. [[λέξις]] ἔχουσα σχέσιν πρὸς τὸ Λατιν. inanis, Γαλην. Λεξ. Ἱππ.: Μέσ. μέλλ. ἰνήσομαι Ἱππ.· 610. 10., 642. 55· καὶ ἐπὶ παθ. σημασ., ὁ αὐτ. 418. 8 -Παθ. ἰνῶνται, -ώμενος, ὁ αὐτ. 418. 6., 419. 38. - Ἐν τοῖς πλείστοις τῶν χωρίων τούτων τὰ Ἀντίγραφα [[εἶναι]] πολὺ ἢ ὀλίγον ἐφθαρμένα. - Ἐν Γαληνοῦ Λεξ. Ἱππ. φέρεται: «ἰνέει, κενοῖ. καὶ [[ἰνηθμός]]· [[κένωσις]]. καὶ ἰνεῖται, κενοῦται». | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰνέω]] και ιων. τ. [[ἰνάω]] (Α)<br />[[αδειάζω]], [[καθαρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. To <i>ἰν</i>- πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ισν</i>- με το <i>ι</i>- μακρό. Η λ. μπορεί να συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>is</i>-<i>n</i><i>ā</i>-<i>ti</i> «[[θέτω]] σε ορμητική [[κίνηση]]» και με το ρ. [[ἰαίνω]] «[[μαλακώνω]] με [[θερμότητα]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:13, 25 August 2023
English (LSJ)
or ἰνάω, carry off by evacuations, Ion. word, Hsch., Phot.: fut. Med. ἰνήσομαι Hp.Mul.1.52, and prob. l. ib. 119; in pass. sense, Id.Loc.Hom.27:—Pass., ἰνῶνται, ἰνώμενος, ibid., ib.33.
German (Pape)
[Seite 1254] ausleeren, ausräumen, Hippocr., auch ἰνάω.
Russian (Dvoretsky)
ἰνέω: опорожнять (ср. ὑπέρινος).
Greek (Liddell-Scott)
ἰνέω: ἢ ἰνάω, κενῶ, Ἰων. λέξις ἔχουσα σχέσιν πρὸς τὸ Λατιν. inanis, Γαλην. Λεξ. Ἱππ.: Μέσ. μέλλ. ἰνήσομαι Ἱππ.· 610. 10., 642. 55· καὶ ἐπὶ παθ. σημασ., ὁ αὐτ. 418. 8 -Παθ. ἰνῶνται, -ώμενος, ὁ αὐτ. 418. 6., 419. 38. - Ἐν τοῖς πλείστοις τῶν χωρίων τούτων τὰ Ἀντίγραφα εἶναι πολὺ ἢ ὀλίγον ἐφθαρμένα. - Ἐν Γαληνοῦ Λεξ. Ἱππ. φέρεται: «ἰνέει, κενοῖ. καὶ ἰνηθμός· κένωσις. καὶ ἰνεῖται, κενοῦται».
Greek Monolingual
ἰνέω και ιων. τ. ἰνάω (Α)
αδειάζω, καθαρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. To ἰν- πιθ. < ισν- με το ι- μακρό. Η λ. μπορεί να συνδέεται με αρχ. ινδ. is-nā-ti «θέτω σε ορμητική κίνηση» και με το ρ. ἰαίνω «μαλακώνω με θερμότητα»].