κακόμορος: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
m (Text replacement - "VLL</i>" to "Vetera Lexica</i>")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kakomoros
|Transliteration C=kakomoros
|Beta Code=kako/moros
|Beta Code=kako/moros
|Definition=ον, = [[κακόμοιρος]] ([[ill-fated]]), Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[ἄμμορον]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ἄμμορος]]. Adv. [[κακομόρως]] ''Cat.Cod.Astr.'' 8(4).129, 142.
|Definition=κακόμορον, = [[κακόμοιρος]] ([[ill-fated]]), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ἄμμορον]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ἄμμορος]]. Adv. [[κακομόρως]] ''Cat.Cod.Astr.'' 8(4).129, 142.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 09:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόμορος Medium diacritics: κακόμορος Low diacritics: κακόμορος Capitals: ΚΑΚΟΜΟΡΟΣ
Transliteration A: kakómoros Transliteration B: kakomoros Transliteration C: kakomoros Beta Code: kako/moros

English (LSJ)

κακόμορον, = κακόμοιρος (ill-fated), Hsch. s.v. ἄμμορον, Suid. s.v. ἄμμορος. Adv. κακομόρως Cat.Cod.Astr. 8(4).129, 142.

Greek (Liddell-Scott)

κακόμορος: -ον, = τῷ προηγ., Ἡσύχ. ἐν λέξει πανάποτμος, Σουΐδ. ἐν λ. αἰνόμορος.

Greek Monolingual

κακόμορος, -ον (AM)
(γλώσσα του Ησύχ. στη λ. ἄμμορον και του λεξ. Σούδα στη λ. ἄμμορος) κακόμοιρος.
επίρρ...
κακομόρως (Α)
με κακή μοίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μορος (< μόρος), πρβλ. αινόμορος, πρωτόμορος].

German (Pape)

von bösem Geschick, unglücklich, Vetera Lexica.