χαμαιρεπής: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chamairepis | |Transliteration C=chamairepis | ||
|Beta Code=xamaireph/s | |Beta Code=xamaireph/s | ||
|Definition= | |Definition=χαμαιρεπές,<br><span class="bld">A</span> [[creeping on the ground]], [[grovelling]], Gal.12.308. Adv. [[χαμαιρεπῶς]] [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> cf. sq. ''ΙΙ''. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:14, 25 August 2023
English (LSJ)
χαμαιρεπές,
A creeping on the ground, grovelling, Gal.12.308. Adv. χαμαιρεπῶς Hsch.
II cf. sq. ΙΙ.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαιρεπής: -ές, ὁ χαμαὶ ῥέπων, χαμαίζηλος, τῆς πεπατημένης καὶ χαμαιρεποῦς διανοίας Γρηγ. Νύσσ. τόμ. 2, σ. 188D· ἴδε τὸ ἑπόμ. - Ἐπίρρ χαμαιρεπῶς, «χαμαιζήλως· ἢ εἰς τὰ γήϊα ῥέπων» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
και χαμαιρρεπής, -ές, Α
χαμαίζηλος, χαμαιπαγής.
επίρρ...
χαμαιρεπῶς Α
(κατά τον Ησύχ.) «χαμαιρεπῶς
χαμαιζήλως, ἢ εἰς τὰ γήϊα ῥέπων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -ρεπής (< ῥέπω), πρβλ. ἐπιρρεπής, ὀξυρεπής].