στεπτήριος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
(c2)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=steptirios
|Transliteration C=steptirios
|Beta Code=stepth/rios
|Beta Code=stepth/rios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for crowning</b>, <b class="b3">τὰ σ</b>.,= <b class="b3">στέμματα</b>, Hsch.: <b class="b3">Στεπτήριον, τό</b>, a festival at Delphi, Plu.2.293c.</span>
|Definition=στεπτήριον, [[of crowning]] or [[for crowning]], τὰ στεπτήρια = [[στέμμα]]τα, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: [[Στεπτήριον]], τό, [[Stepterion]], a [[festival]] at [[Delphi]], Plu.2.293c.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0936.png Seite 936]] zum Bekränzen gehörig; τὰ στεπτήρια, = στέμματα, Hesych. Vgl. [[σεπτήριος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0936.png Seite 936]] zum Bekränzen gehörig; τὰ στεπτήρια, = στέμματα, Hesych. Vgl. [[σεπτήριος]].
}}
{{ls
|lstext='''στεπτήριος''': -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στέψιν, τὰ στεπτήρια = στέμματα, «ἃ οἱ ἱκέται ἐκ τῶν κλάδων ἐξῆπτον» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[στέψη]]<br /><b>2.</b> αυτός που αρμόζει σε [[στέψη]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) <i>τὸ Στεπτήριον</i><br />[[γιορτή]] την οποία τελούσαν [[κάθε]] [[εννέα]] [[χρόνια]] σε [[ανάμνηση]] της επανόδου του Απόλλωνος από την [[κοιλάδα]] τών Τεμπών, όπου είχε καταφύγει για να εξαγνιστεί [[μετά]] από τον φόνο του Πύθωνος<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «στεπτήρια<br />στέμματα ἃ οἱ ἱκέται ἐκ τῶν κλαδίων ἐξῆπτον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στέφω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> ([[πρβλ]]. [[θρεπτήριος]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεπτήριος Medium diacritics: στεπτήριος Low diacritics: στεπτήριος Capitals: ΣΤΕΠΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: steptḗrios Transliteration B: steptērios Transliteration C: steptirios Beta Code: stepth/rios

English (LSJ)

στεπτήριον, of crowning or for crowning, τὰ στεπτήρια = στέμματα, Hsch.: Στεπτήριον, τό, Stepterion, a festival at Delphi, Plu.2.293c.

German (Pape)

[Seite 936] zum Bekränzen gehörig; τὰ στεπτήρια, = στέμματα, Hesych. Vgl. σεπτήριος.

Greek (Liddell-Scott)

στεπτήριος: -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στέψιν, τὰ στεπτήρια = στέμματα, «ἃ οἱ ἱκέται ἐκ τῶν κλάδων ἐξῆπτον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στέψη
2. αυτός που αρμόζει σε στέψη
3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Στεπτήριον
γιορτή την οποία τελούσαν κάθε εννέα χρόνια σε ανάμνηση της επανόδου του Απόλλωνος από την κοιλάδα τών Τεμπών, όπου είχε καταφύγει για να εξαγνιστεί μετά από τον φόνο του Πύθωνος
4. (κατά τον Ησύχ.) «στεπτήρια
στέμματα ἃ οἱ ἱκέται ἐκ τῶν κλαδίων ἐξῆπτον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφω + επίθημα -τήριος (πρβλ. θρεπτήριος)].