κισσόπλεκτος: Difference between revisions
From LSJ
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kissoplektos | |Transliteration C=kissoplektos | ||
|Beta Code=kisso/plektos | |Beta Code=kisso/plektos | ||
|Definition=ον, | |Definition=κισσόπλεκτον, [[ivy-twined]], μέλεα κ., of [[dithyramb]]s, Antiph.209.7 corr. Mein.: codd. Ath. κιςόπληκτα, i.e. (thyrsos-) [[ivy-stricken]], [[ivy-frenzied]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κισσόπλεκτος''': -ον, πεπλεγμένος μετὰ κισσοῦ, μέλεα κ., ἐπὶ τῶν Βακχικῶν διθυράμβων, Ἀντιφάν. ἐν «Τριταγωνιστῇ» 1, ἐξ εἰκασίας τοῦ Meinek.· ― τὰ Ἀντίγρ. φέρουσι: κισσόπληκτα, [[ὅπερ]] ἑρμηνεύεται: πεπληγμένα ὑπὸ τοῦ κισσοῦ (δηλ. θύρσου), μανίας πλήρη. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κισσόπλεκτος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «μέλεα κισσόπλεκτα» — [[μέλη]] στα οποία έχει πλέξει τα βλαστάρια του ο [[κισσός]] <b>(Αντιφ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κισσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πλεκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), [[πρβλ]]. [[λινόπλεκτος]], [[σχοινόπλεκτος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:16, 25 August 2023
English (LSJ)
κισσόπλεκτον, ivy-twined, μέλεα κ., of dithyrambs, Antiph.209.7 corr. Mein.: codd. Ath. κιςόπληκτα, i.e. (thyrsos-) ivy-stricken, ivy-frenzied.
Greek (Liddell-Scott)
κισσόπλεκτος: -ον, πεπλεγμένος μετὰ κισσοῦ, μέλεα κ., ἐπὶ τῶν Βακχικῶν διθυράμβων, Ἀντιφάν. ἐν «Τριταγωνιστῇ» 1, ἐξ εἰκασίας τοῦ Meinek.· ― τὰ Ἀντίγρ. φέρουσι: κισσόπληκτα, ὅπερ ἑρμηνεύεται: πεπληγμένα ὑπὸ τοῦ κισσοῦ (δηλ. θύρσου), μανίας πλήρη.
Greek Monolingual
κισσόπλεκτος, -ον (Α)
φρ. «μέλεα κισσόπλεκτα» — μέλη στα οποία έχει πλέξει τα βλαστάρια του ο κισσός (Αντιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -πλεκτος (< πλέκω), πρβλ. λινόπλεκτος, σχοινόπλεκτος].