σύνταρρος: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syntarros
|Transliteration C=syntarros
|Beta Code=su/ntarros
|Beta Code=su/ntarros
|Definition=ον, (ταρρός, ταρσός) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[interwoven]], [[entangled]], <b class="b3">δένδρον σ</b>. a tree [[with interlacing roots]], ib.<span class="bibl">3.7.2</span>, cf. <span class="bibl">10.7</span>.</span>
|Definition=σύνταρρον, ([[ταρρός]], [[ταρσός]]) [[interwoven]], [[entangled]], [[δένδρον]] σύνταρρον = a [[tree]] [[with interlacing roots]], ib.3.7.2, cf. 10.7.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> πλεγμένος, [[περίπλοκος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δένδρον]] σύνταρρον» — [[δένδρο]] του οποίου οι ρίζες αυξάνονται συμπλεκόμενες με τις ρίζες άλλων δέντρων <b>(Θεόφρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ταρρός]], [[άλλος]] τ. του [[ταρσός]] «[[πλέγμα]], [[καλαμωτή]]»].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> πλεγμένος, [[περίπλοκος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δένδρον]] σύνταρρον» — [[δένδρο]] του οποίου οι ρίζες αυξάνονται συμπλεκόμενες με τις ρίζες άλλων δέντρων <b>(Θεόφρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ταρρός]], [[άλλος]] τ. του [[ταρσός]] «[[πλέγμα]], [[καλαμωτή]]»].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[zusammengeflochten]], [[durcheinandergewachsen]]</i>, [[δένδρον]], <i>ein Baum mit in [[einander]] verwachsenen [[Wurzeln]]</i>, Theophr.
}}
}}

Latest revision as of 09:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνταρρος Medium diacritics: σύνταρρος Low diacritics: σύνταρρος Capitals: ΣΥΝΤΑΡΡΟΣ
Transliteration A: sýntarros Transliteration B: syntarros Transliteration C: syntarros Beta Code: su/ntarros

English (LSJ)

σύνταρρον, (ταρρός, ταρσός) interwoven, entangled, δένδρον σύνταρρον = a tree with interlacing roots, ib.3.7.2, cf. 10.7.

Greek (Liddell-Scott)

σύνταρρος: -ον, (ταρρός, ταρσὸς) συμπεπλεγμένος, περίπλοκος, σύνταρρα δένδρα, ἔχοντα συμπεπλεγμένας τὰς ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 2., 10, 7.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πλεγμένος, περίπλοκος
2. φρ. «δένδρον σύνταρρον» — δένδρο του οποίου οι ρίζες αυξάνονται συμπλεκόμενες με τις ρίζες άλλων δέντρων (Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ταρρός, άλλος τ. του ταρσός «πλέγμα, καλαμωτή»].

German (Pape)

zusammengeflochten, durcheinandergewachsen, δένδρον, ein Baum mit in einander verwachsenen Wurzeln, Theophr.