πύρεθρον: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152
(eksahir)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=πύρεθρον
|Full diacritics=πῠ́ρεθρον
|Medium diacritics=πύρεθρον
|Medium diacritics=πύρεθρον
|Low diacritics=πύρεθρον
|Low diacritics=πύρεθρον
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyrethron
|Transliteration C=pyrethron
|Beta Code=pu/reqron
|Beta Code=pu/reqron
|Definition=[<b class="b3">ῠ], τό</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pellitory, Anacyclus Pyrethrum</b>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>938</span>, Gal. 12.110, etc.; πύρεθρος (v.l. [[-ον]]) Dsc.3.73; cf. πυρῖτις 11.</span>
|Definition=[ῠ], τό, [[pellitory]], [[Anacyclus pyrethrum]], Nic.Th.938, Gal. 12.110, etc.; [[πύρεθρος]] ([[varia lectio|v.l.]] -ον) Dsc.3.73; cf. [[πυρῖτις]] ΙΙ.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[parietaria]]
|esgtx=[[parietaria]]
}}
{{grml
|mltxt=το / [[πύρεθρον]], ΝΜΑ<br />πολυετές ποώδες [[φυτό]] που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική [[ταξινόμηση]], αποτελεί [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σύνθετα]] και περιλαμβάνει 40-50 είδη τα οποία [[είναι]] ιθαγενή [[κυρίως]] της Δυτικής Ασίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ε</i>-<i>θρον</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>θρον</i>). Το -<i>ε</i>- του επιθήματος [[είναι]] πιθ. αναλογικό [[προς]] το [[επίθημα]] -<i>εθρον</i> ορισμένων τύπων που προέρχονται από θ. με δισύλλαβες ρίζες (<b>πρβλ.</b> <i>φαρύγγ</i>-<i>ε</i>-<i>θρον</i>: [[φάρυγξ]]). Το [[φυτό]] ονομάστηκε [[έτσι]] πιθ. λόγω τών θερμαντικών του ιδιοτήτων. Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>pyrethrum</i>].
}}
{{elmes
|esmgtx=τό bot. [[parietaria]] π., πίπερι κοκκία ... τοῦ πιπερίου βʹ τρίψας μῖξον μετὰ ὀποπάνακος <b class="b3">parietaria, granos de pimienta, tritura dos (granos) de pimienta y mézclalos con opopánax</b> SM 96A 66 (fr. lac.)
}}
}}

Latest revision as of 09:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠ́ρεθρον Medium diacritics: πύρεθρον Low diacritics: πύρεθρον Capitals: ΠΥΡΕΘΡΟΝ
Transliteration A: pýrethron Transliteration B: pyrethron Transliteration C: pyrethron Beta Code: pu/reqron

English (LSJ)

[ῠ], τό, pellitory, Anacyclus pyrethrum, Nic.Th.938, Gal. 12.110, etc.; πύρεθρος (v.l. -ον) Dsc.3.73; cf. πυρῖτις ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 821] τό, eine hitzige, gewürzige Pflanze; Nic. Ther. 938; Diosc.; vielleicht anthemis pyrethrum, Linn.

Greek (Liddell-Scott)

πύρεθρον: τό, πυρῖτις βοτάνη, Νικ. Θηρ. 938, Διοσκ. 3. 86, Γαλην., κλπ.· πρβλ. πυρῖτις ΙΙ.

Spanish

parietaria

Greek Monolingual

το / πύρεθρον, ΝΜΑ
πολυετές ποώδες φυτό που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, αποτελεί γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα και περιλαμβάνει 40-50 είδη τα οποία είναι ιθαγενή κυρίως της Δυτικής Ασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + επίθημα -ε-θρον (βλ. λ. -θρον). Το -ε- του επιθήματος είναι πιθ. αναλογικό προς το επίθημα -εθρον ορισμένων τύπων που προέρχονται από θ. με δισύλλαβες ρίζες (πρβλ. φαρύγγ-ε-θρον: φάρυγξ). Το φυτό ονομάστηκε έτσι πιθ. λόγω τών θερμαντικών του ιδιοτήτων. Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. νεολατ. pyrethrum].

Léxico de magia

τό bot. parietaria π., πίπερι κοκκία ... τοῦ πιπερίου βʹ τρίψας μῖξον μετὰ ὀποπάνακος parietaria, granos de pimienta, tritura dos (granos) de pimienta y mézclalos con opopánax SM 96A 66 (fr. lac.)