ἕσσα: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=essa
|Transliteration C=essa
|Beta Code=e(/ssa
|Beta Code=e(/ssa
|Definition=Ep.aor. 1 Act. of [[ἕννυμι]], inf. ἕσσαι: part. aor. I Med. ἑσσάμενος. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> ἕσσαι,=[[ἕσαι]], aor. 1. inf. of [[ἵζω]].</span>
|Definition=Ep. aor. 1 Act. of [[ἕννυμι]], inf. ἕσσαι: part. aor. I Med. ἑσσάμενος.<br><span class="bld">II</span> ἕσσαι, = [[ἕσαι]], aor. 1. inf. of [[ἵζω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>ao. de</i> [[ἕννυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἕσσα:''' эп. aor. 1 к [[ἕννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕσσα''': ἀόρ. α΄ ἐνεργ. τοῦ [[ἕννυμι]], Ὅμ.· ἕσσαι, ἀπαρ., Ὀδ.· ἑσσάμενος, μετοχ. μέσ. ἀόρ. α΄, Ὅμ.· [[ἀλλά]], ΙΙ. ἕσσαι [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ποιητ. ἀντὶ ἕσαι, ἀπαρ. ἀορ. τοῦ ἵζω, Πινδ. Π. 4. 486: γ΄ πληθ. ὁριστ. ἀορ. ἕσσαντο [[αὐτόθι]] 364. [[Κατὰ]] τὸν Veitch τὸ ἕσσαι καὶ ἕσσαντο ἀναφέρονται εἰς ἄχρηστον ἐνεστῶτα ἕω.
|lstext='''ἕσσα''': ἀόρ. α΄ ἐνεργ. τοῦ [[ἕννυμι]], Ὅμ.· ἕσσαι, ἀπαρ., Ὀδ.· ἑσσάμενος, μετοχ. μέσ. ἀόρ. α΄, Ὅμ.· [[ἀλλά]], ΙΙ. ἕσσαι [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ποιητ. ἀντὶ ἕσαι, ἀπαρ. ἀορ. τοῦ ἵζω, Πινδ. Π. 4. 486: γ΄ πληθ. ὁριστ. ἀορ. ἕσσαντο [[αὐτόθι]] 364. [[Κατὰ]] τὸν Veitch τὸ ἕσσαι καὶ ἕσσαντο ἀναφέρονται εἰς ἄχρηστον ἐνεστῶτα ἕω.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao. de</i> [[ἕννυμι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 20: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἕσσα:''' αόρ. αʹ του <i>ἔννυμι</i>· απαρ. [[ἕσσαι]]· ἑσσάμενος, μτχ. Μέσ. αορ. αʹ.
|lsmtext='''ἕσσα:''' αόρ. αʹ του <i>ἔννυμι</i>· απαρ. [[ἕσσαι]]· ἑσσάμενος, μτχ. Μέσ. αορ. αʹ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἕσσα:''' эп. aor. 1 к [[ἕννυμι]].
}}
}}

Latest revision as of 09:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕσσα Medium diacritics: ἕσσα Low diacritics: έσσα Capitals: ΕΣΣΑ
Transliteration A: héssa Transliteration B: hessa Transliteration C: essa Beta Code: e(/ssa

English (LSJ)

Ep. aor. 1 Act. of ἕννυμι, inf. ἕσσαι: part. aor. I Med. ἑσσάμενος.
II ἕσσαι, = ἕσαι, aor. 1. inf. of ἵζω.

French (Bailly abrégé)

ao. de ἕννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἕσσα: эп. aor. 1 к ἕννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ἕσσα: ἀόρ. α΄ ἐνεργ. τοῦ ἕννυμι, Ὅμ.· ἕσσαι, ἀπαρ., Ὀδ.· ἑσσάμενος, μετοχ. μέσ. ἀόρ. α΄, Ὅμ.· ἀλλά, ΙΙ. ἕσσαι εἶναι ὡσαύτως ποιητ. ἀντὶ ἕσαι, ἀπαρ. ἀορ. τοῦ ἵζω, Πινδ. Π. 4. 486: γ΄ πληθ. ὁριστ. ἀορ. ἕσσαντο αὐτόθι 364. Κατὰ τὸν Veitch τὸ ἕσσαι καὶ ἕσσαντο ἀναφέρονται εἰς ἄχρηστον ἐνεστῶτα ἕω.

English (Autenrieth)

see ἕννῦμι.

Greek Monotonic

ἕσσα: αόρ. αʹ του ἔννυμι· απαρ. ἕσσαι· ἑσσάμενος, μτχ. Μέσ. αορ. αʹ.