κορυφιστής: Difference between revisions

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koryfistis
|Transliteration C=koryfistis
|Beta Code=korufisth/s
|Beta Code=korufisth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fillet]] or [[diadem]], esp. as a woman's head-dress; also, = [[κεκρυφάλου τὸ μέσον ῥάμμα]], Id.</span>
|Definition=κορυφιστοῦ, ὁ, [[fillet]] or [[diadem]], esp. as a woman's [[headdress]]; also, = κεκρυφάλου τὸ μέσον [[ῥάμμα]], Id.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορυφιστής]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[διάδημα]], [[ταινία]] της κεφαλής<br /><b>2.</b> ο [[γύρος]] του σκούφου ή του ψάθινου καπέλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορυφή]], μέσω ενός αμάρτυρου <i>κορυφίζω</i>].
|mltxt=[[κορυφιστής]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[διάδημα]], [[ταινία]] της κεφαλής<br /><b>2.</b> ο [[γύρος]] του σκούφου ή του ψάθινου καπέλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορυφή]], μέσω ενός αμάρτυρου <i>κορυφίζω</i>].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, = [[κορυφιστήρ]]; nach Hesych. <i>ein Hauptschmuck der [[Frauen]]</i>, τὸ περὶ τὴν κεφαλὴν [[χρυσίον]].
}}
}}

Latest revision as of 09:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορῠφιστής Medium diacritics: κορυφιστής Low diacritics: κορυφιστής Capitals: ΚΟΡΥΦΙΣΤΗΣ
Transliteration A: koryphistḗs Transliteration B: koryphistēs Transliteration C: koryfistis Beta Code: korufisth/s

English (LSJ)

κορυφιστοῦ, ὁ, fillet or diadem, esp. as a woman's headdress; also, = κεκρυφάλου τὸ μέσον ῥάμμα, Id.

Greek (Liddell-Scott)

κορυφιστής: -οῦ, ὁ, ταινία, διάδημα, ἰδίως ὡς κεφαλόδεσμος γυναικεῖος· ὡσαύτως, ὁ γῦρος τοῦ πίλου ἢ «σκούφου», πρβλ. κεκρύφαλος· ― Ἡσύχ. ἔχει κορυφαστήρ, ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας. 2) = κορυφαία Ι, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

κορυφιστής, ὁ (Α)
1. διάδημα, ταινία της κεφαλής
2. ο γύρος του σκούφου ή του ψάθινου καπέλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή, μέσω ενός αμάρτυρου κορυφίζω].

German (Pape)

ὁ, = κορυφιστήρ; nach Hesych. ein Hauptschmuck der Frauen, τὸ περὶ τὴν κεφαλὴν χρυσίον.