ἀσυνάντητος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(big3_7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asynantitos | |Transliteration C=asynantitos | ||
|Beta Code=a)suna/nthtos | |Beta Code=a)suna/nthtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀσυνάντητον, [[not to be met]], [[unsocial]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ἀξύμβλητον]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[que no admite trato]] Hsch.s.u. ἀξύμβλητον. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσυνάντητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συναντήσῃ, [[ἀκοινώνητος]], Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀξύμβλητον. | |lstext='''ἀσυνάντητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συναντήσῃ, [[ἀκοινώνητος]], Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀξύμβλητον. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=και ασυναπάντητος, -η, -ο<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν συναντά [[κανείς]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:19, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀσυνάντητον, not to be met, unsocial, Hsch. s.v. ἀξύμβλητον.
Spanish (DGE)
-ον que no admite trato Hsch.s.u. ἀξύμβλητον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνάντητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συναντήσῃ, ἀκοινώνητος, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀξύμβλητον.
Greek Monolingual
και ασυναπάντητος, -η, -ο
εκείνος τον οποίο δεν συναντά κανείς.